Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου
«Τρελά βατράχια»! Ένα έργο
με ευφάνταστη υπόθεση, που όσο κι αν μοιάζει προϊόν μιας πλούσιας φαντασίας η
βάση του είναι στ’ αλήθεια πέρα για πέρα αληθινή.
Όταν αναφερόμαστε στα τρελά
βατράχια εννοούμε μια περιορισμένη ομάδα βατραχιών, που όταν χαλάει ο καιρός, ενώ η
πλειοψηφία τραβά για το νότο αυτά κατά έναν περίεργο τρόπο απομονώνονται
και πάνε αντίθετα στο ρεύμα. Κανείς δε γνωρίζει το γιατί. Κι όμως! Σ’ αυτά τα
τρελά βατράχια οφείλεται η διάσωση του είδους όταν τύχει η βασική ομάδα τους να
πληγεί από φυσικές καταστροφές. Τα τρελά βατράχια τώρα στην υπόθεσή του έργου
είναι οι ελάχιστοι άνθρωποι που όταν οι πολλοί, η μάζα πάνε όλοι μαζί
ακολουθώντας τις επιταγές μιας εξουσίας ακόμη κι αν αυτές είναι απόλυτα
παράλογες, αυτοί παραμένουν ανυπότακτοι, βρίσκουν το σθένος και εναντιώνονται υπερασπιζόμενοι
το σωστό, τολμούν να αντιδράσουν και να
ξεσηκωθούν και έτσι μοναχικά δίνουν τη μάχη τους για το δίκαιο.
Το έργο εμπνεύστηκε μια
νεαρή γαλλίδα , η Melody
Mourey μελετώντας
ιστορία, όταν έτυχε να διαβάσει για μια
ιδιαίτερη περίπτωση αντίστασης κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Πολωνία
λοιπόν, όπου και ανακαλύφθηκε το εμβόλιο του τύφου, την εποχή αυτή δυο γιατροί χάρη
στις παρατηρήσεις τους εμπνέονται ένα κόλπο για να σώσουν τους Εβραίους που
κινδυνεύουν με απέλαση. Σύντομα γίνονται συνένοχοι τους και μια ομάδα
συγχωριανών τους, οι οποίοι παριστάνουν τους αρρώστους. Η περιοχή μπαίνει σε
καραντίνα μαζί με άλλες γειτονικές περιοχές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά κάποια τρελά βατράχια καταφέρνουν να σώσουν τη ζωή περίπου οκτώ χιλιάδων Εβραίων. Κι εδώ εφαρμόζεται σίγουρα η ρήση του έργου: «Ορισμένα
ψέματα είναι για καλό».
Η παράσταση «Τα τρελά
βατράχια» είναι πολλαπλά επίκαιρη. Πρώτον γιατί συμπίπτει με την επέτειο της 28ης
Οκτωβρίου και της έναρξης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα και δίνει
με την ευκαιρία αυτή ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα. Δεύτερον μας απευθύνεται
τώρα, που εδώ και δύο χρόνια βιώσαμε και βιώνουμε στο πετσί μας μια πραγματική
πανδημία και έτσι η εμπειρία της είναι περισσότερο κοντά μας και περισσότερο έντονη. Και τέλος, μα ίσως και το σημαντικότερο, έρχεται σε μια στιγμή
που κάποια τρελά βατράχια όχι μακριά από εδώ, μάχονται λυσσαλέα για ελευθερία
και δημοκρατία, μάχονται μέχρι θανάτου κόντρα στο ρεύμα και παρά τις εξαιρετικά
δυσάρεστες συνέπειες και μιλώ για τις
γυναίκες στο Ιράν.
Μετά τα παραπάνω θα
φαντάζεστε ίσως πως το έργο είναι μια βαριά και ζοφερή ιστορία πολέμου, όπου
μέσα στο άγχος και την πίεση των συνθηκών κάποιοι αγωνίζονται να σωθούν. Κι
όμως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το έργο δεν είναι ένα δράμα μα σχεδόν μια
κωμωδία. Κι αυτό χάρη στην ταλαντούχα γαλλίδα Melody Mourey, που όχι μόνο το γράφει αλλά και το
σκηνοθετεί με παιγνιώδη διάθεση, με πολύ χιούμορ, με αρκετές κωμικές σκηνές και
επεισόδια. Το σωματικό θέατρο εισβάλλει στην ιστορία και χάρη στις υπέροχες και
αστείες κινήσεις που επιμελήθηκε η Νίνα Δίπλα τη βοηθά να αποβάλλει το μεγάλο βάρος και της δίνει μιαν αναπάντεχη ελαφρότητα. Μαζί και οι ανάλογες ερμηνείες
των ηθοποιών που συχνά γίνονται από αστείες ως ξεκαρδιστικές. Είναι αλήθεια πως η σκηνοθέτρια φτάνει στιγμές ίσως στην υπερβολή. Ακόμη και χαμηλότερες δόσεις χιούμορ θα ήταν επαρκείς μιας και η υπόθεση είναι στην πραγματικότητα πολύ σοβαρή, αναμφίβολα όμως στόχος της δεν είναι να γελοιοποιήσει το θέμα αλλά να ξορκίσει το κακό. Το έργο
εξελίσσεται εντέλει σε μια κωμικοτραγική φάρσα ενώ το κείμενο που παρακολουθούμε
είναι ταυτόχρονα γεμάτο σοφές κουβέντες και σκέψεις για τη ζωή, τον πόλεμο, το θάνατο. Τα
«τρελά βατράχια» μεταφράζει με σαφήνεια, καθαρότητα μα και τόλμη και μπρίο ο
Γιώργος Βουδικλάρης.
Το έργο παίχτηκε για περισσότερες από 500 παραστάσεις στο Παρίσι και τώρα έρχεται δυναμικά και στη Θεσσαλονίκη μεταφέροντας μιαν ανάσα πρωτοτυπίας και έμπνευσης.
«Τα τρελά βατράχια» εξελίσσονται μέσα σε ένα ευέλικτο, λιτό και ιδιαίτερα καλαίσθητο σκηνικό διπλής όψης σε δύο κομμάτια, τα οποία και μετακινούνται συνεχώς από τους ίδιους τους ηθοποιούς ώστε να καλύψουν τις σκηνικές ανάγκες. Το σκηνικό επιμελήθηκε η Helie Chomiac.
Τα κοστούμια της Δανάης Πανά
είναι τα περισσότερα αντιπροσωπευτικά εποχής με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες,
ενώ αίσθηση κάνουν και τα στρατιωτικά. Το βλέμμα μαγνητίζει το κόκκινο κοστούμι
της Άννας Λαζόφσκι, αλλά και κάποια κόκκινα στοιχεία στα ρούχα των σύγχρονων
νεαρών που εμφανίζονται στην έναρξη. Αυτό το κόκκινο είναι σαν να μας κλείνει
το μάτι, ένα κόκκινο πανί που ξεχωρίζει, ακριβώς σαν τα τρελά βατράχια.
Η μουσική του Simon Meuret, σχεδόν κινηματογραφική συμπληρώνει τη
δράση και υπερτονίζει τις στιγμές έντασης και αγωνίας. Τέλος τους προσεγμένους
φωτισμούς του έργου επιμελήθηκε ο Στέλιος Τζολόπουλος.
Ο Γιάννης Χαρίσης στο ρόλο
του αφηγητή είναι έτσι όπως πρέπει. Πειστικός, σοβαρός κατά κανόνα μα και πιο
αστείος και χαλαρός όταν χρειάζεται. Ο Στέλιος Καλαϊτζής στο ρόλο του γιατρού
Ευγένιου Λαζόφσκυ ερμηνεύει με πάθος, ενθουσιασμό και έμπνευση που ταιριάζουν
γάντι στον ιδεολόγο, παρορμητικό και ανυπότακτο χαρακτήρα του, τον αφοσιωμένο
στη ζωή και την επιστήμη. Ο Θάνος
Φερετζέλης στο ρόλο του Σταν Ματούλεβιτς είναι στ’ αλήθεια η χαρά της ζωής και
μεταφέρει την ανέμελη και έξω καρδιά προσωπικότητά του με ταλέντο ιδιαίτερα
στις ευφάνταστες κωμικές σκηνές, όπου κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση.
Απολαυστικός είναι και ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης, μια απόλυτα κωμική φυσιογνωμία
που κάνει αίσθηση στους τρεις ρόλους που ερμηνεύει. Τέλος εξαιρετική είναι και
η ερμηνεία του Θάνου Κοντογιώργη στο ρόλο του λοχαγού Στάινμαν.
Η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου,
σαν Ανασταζί Λαζόφσκυ είναι φυσική , ζωντανή, ανέμελη και υποστηρίζει το νεαρό
της ηλικίας της. Η Χριστίνα Κωνσταντινίδου, ως Άννα Λαζόφσκυ είναι αυθόρμητη
και αφοσιωμένη. Η Βιργινία Ταμπουροπούλου στο ρόλο της Ρεμπέκας Λάσκι μεταμορφώνεται
με μεγάλη επιτυχία από απόλυτα σοβαρή σε εντελώς κωμική όταν αυτό χρειάζεται. Το
θίασο συμπληρώνουν επάξια οι Αντώνης Αντωνάκος, Κορίνα Βασιλοπούλου, Εύη
Κουταλιανού και Βασίλης Παπαδόπουλος που ερμηνεύουν περισσότερους από έναν
ρόλους.
«Τα τρελά βατράχια» είναι
ένα έργο στ’ αλήθεια σοβαρό όσον αφορά την ουσία και το περιεχόμενό του μα και
ταυτόχρονα κωμικό, μια απίστευτη φάρσα που εμπνέεται και υλοποιεί άξια μια
εξαίρετη νεαρή γαλλίδα δημιουργός. Έρχεται στη Θεσσαλονίκη με πραγματικό αέρα
Παρισιού, να μας αφυπνίσει μα και να κλέψει τις καρδιές και να φωτίσει τα
βράδια μας. Μη χάσετε την ευκαιρία να το απολαύσετε!