Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Ευφάνταστη, δυνατή «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΜΟΥ».

 

Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου


Η «Τριλογία του παραθερισμού» είναι έργο του μεγάλου Ιταλού δραματουργό Κάρλο Γκολντόνι, ο οποίος  εμπνεύστηκε από την Commedia dellarte αλλά  την εξέλιξε σημαντικά, διεισδύοντας και καταγράφοντας με έμπνευση και σε βάθος  την κοινωνία και τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Η τριλογία  είναι έργο της ωριμότητάς του Γκολντόνι. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1761 και αποτελείται από τρία μέρη. «Η μανία του παραθερισμού», «Οι περιπέτειες του παραθερισμού» και «Επιστροφή από τον παραθερισμό». Η τριλογία σκηνοθετήθηκε για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από τον Γιάννη Σκουρλέτη και την ομάδα bijoux de kant.

Η υπόθεση έχει ως εξής. Μια ομάδα μάλλον ξεπεσμένων αριστοκρατών ετοιμάζεται πυρετωδώς να εγκαταλείψει το Λιβόρνο και να ξεκινήσει για τον παραθερισμό της στο ορεινό Μοντενέρο. Ο παραθερισμός είναι πάθος και ψύχωση για όλους αυτούς τους ανθρώπους, που τον αναμένουν πώς και πώς για να επιδείξουν τα πλούτη τους, να συγκριθούν και να ξεχωρίσουν φορώντας τα ωραιότερα φορέματα και παραδίδοντας λουκούλλεια δείπνα, τρέφοντας έτσι την ακόρεστη ματαιοδοξία τους. Τίποτα δεν τους σταματά σε αυτό το ξέφρενο παιχνίδι  και κανένας ορθολογισμός δεν μπορεί να φρενάρει τις αδικαιολόγητες σπατάλες που τους οδηγούν κυριολεκτικά σε χρεοκοπία.

Στο όνομα λοιπόν του φαίνεσθαι αναπτύσσονται ιδιαίτερες σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και αναδεικνύεται ένας καμβάς από  χαρακτήρες, που χάνουν κυριολεκτικά τον εαυτό τους αναλωνόμενοι σε μια επιφανειακότητα, καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και αυταπάτες και απομένουν εντέλει απελπιστικά στερημένοι και μόνοι. Ο Λεονάρντο, βουτηγμένος στα χρέη, ετοιμάζεται για άλλη μια υπέρογκη σπατάλη αρκεί να μην χάσει την καλή του φήμη. Ο Φιλίππο  του υπόσχεται για γυναίκα την κόρη του Τζακίντα και μια μεγάλη προίκα, ενώ στα αλήθεια είναι τελείως άφραγκος. Ο Φερντινάντο, άνθρωπος της προσκολλήσεως, κόλακας και κουτσομπόλης επιβιώνει μόνο επειδή όλοι φοβούνται μην τους πιάσει στο στόμα του. Η αδερφή του Λεονάρντο Βιττόρια παθαίνει κρίσεις επειδή δεν είναι έτοιμο το καινούριο της φουστάνι. Και κάτω από αυτές τις συνθήκες οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται όλο και πιο σάπιες. Η Τζακίντα αν και υποτίθεται ότι αγαπάει τον Λεονάρντο φλερτάρει ασύστολα με τον Γκουλιέλμο και επιδιώκει να το επιβάλλει αυτό. Η δύστυχη Σαμπίνα εκλιπαρεί τον Φερντινάντο να την παντρευτεί, ενώ αυτός είναι ξεκάθαρο πως ενδιαφέρεται μόνο για τα λεφτά της. Ο Φουλτζέντσιο τέλος, είναι ο μόνος έντιμος, καλόψυχος και φωνή της λογικής που προσπαθεί πάντα να βοηθήσει.

Το έργο από μόνο του είναι ένα αριστούργημα! Ο Γκολντόνι μεγαλουργεί πλάθοντας τέλεια τις ατελέσφορες καταστάσεις αλλά και τους απόλυτα ολοκληρωμένους χαρακτήρες με τις ιδιαιτερότητες και κυρίως τις αδυναμίες τους. Με κοφτερούς και εύστοχους διαλόγους σε άψογη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα μας κρατά επί δυόμισι  ώρες  σε εγρήγορση. Και βέβαια αν και η τριλογία περιέχει έντονα το κοινωνικό σχόλιο, σάτυρα, χιούμορ και πολλές  ευτράπελες καταστάσεις,  αν κρίνουμε από την έκβαση της υπόθεσης και τα αδιέξοδα των ηρώων δεν θα την χαρακτηρίζαμε  τόσο απλοϊκά  ως  κωμωδία. Μήπως είναι και λίγο τραγωδία τελικά; Μήπως δεν είναι τυχαίο που  στο κέντρο του σκηνικού είναι αναρτημένη από την αρχή του έργου η φωτεινή επιγραφή «TRAGEDY»; Εξάλλου, ένα τέρας περιφέρεται πίσω από τη σκηνή σε όλη τη διάρκεια του έργου, σαν μια βαριά σκιά που αποστερεί από τους ήρωές μας κάθε χαρά.

Η παράσταση χαρακτηρίζεται από εξαιρετικές ερμηνείες. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο Χρίστος Στυλιανού και Κλειώ Δανάη Οθωναίου κέντησαν πραγματικά πάνω στη σκηνή.  Οι δυο ηθοποιοί φαίνεται πως έχουν πλέον φτάσει πολύ ψηλά ερμηνευτικά και διαπρέπουν. Πιάνουν τον ρόλο και διεισδύουν τόσο βαθιά που γίνονται ένα με αυτόν. Τους θαύμασα και τους δυο γι’ αυτό δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω. Ήταν εξαίσιοι!  Είναι δε τόσο ταιριαστοί πάνω στη σκηνή που θα πρέπει να καθιερωθούν ως θεατρικό ζευγάρι!

Ο Κώστας Σαντάς, βετεράνος και πάντα απολαυστικός ερμήνευσε με χάρη και αφοπλιστική ευγένεια  τον Μπερναντίνο. Ο Γιώργος Καύκας, άψογος στο ρόλο του αντιπαθητικού Φερντινάντο. Ο Δημήτρης Σιακάρας και ο Δημήτρης Κολοβός απέδωσαν χωρίς εκπλήξεις τους ρόλους των Φουλτζέντσιο και Φιλίππο και όπως πάντα ήταν  φυσικοί και υπερεπαρκείς. Η Σοφία Καλεμκερίδου κέρδισε τις εντυπώσεις ως Κοστάντσα, ενώ και η Άννα Κυριακιδου ήταν πολύ καλή ως Σαμπίνα. Η Εύα Φρακτοπούλου ανέβηκε ερμηνευτικά με το πέρασμα της ώρας ως Βιττόρια, ενώ πειστικός ήταν και ο Βασίλης Μπεσίρης ως Γκουλιέλμο. Στο ρόλο καρικατούρα του Τονίνο ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος, ενώ Ροζίνα ήταν η Θεοφανώ Τζαλαβρά. Την παράσταση έκλεψε αναμφίβολα η Μαίρη Ανδρέου που σε αντικατάσταση ερμήνευσε την Μπρίτζιντα και με το κούνημα, το λίγωμα και την έξοχη τσαχπινιά της ανέδειξε ένα μεγάλο ταλέντο.

Και ας περάσουμε στους υπηρέτες, τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και αιώνια πεινασμένους, αυτούς που μιλούν για τα υπέροχα φαγητά που ολημερίς σερβίρουν και όμως ποτέ δεν τα δοκίμασαν, αυτούς που δείχνουν ίσως πιο ανθρώπινοι και πιο συνετοί από τα ξιπασμένα αφεντικά τους. Ο  σκηνοθέτης σκύβοντας πάνω σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία και επιδιώκοντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας ή ίσως  να δώσει κάποιο μήνυμα  τους παρουσιάζει  ως αλλόκοτα πλάσματα, κάπως ανδρόγυνα, ίσως άτομα που έχασαν την ταυτότητά και την προσωπικότητα τους. Τους υπηρέτες ερμηνεύουν με ιδιαιτερότητα οι Δημήτρης Καρτάκης ως Πάολο, Γιώργος Κωνσταντινίδης ως Πασκουάλε, Φαμπρίτσιο Μούτσο ως Τίτα και Χρήστος Νταρακτσής ως Τσέκο.

Το έργο αν και αναφέρεται στο 1761 είναι  σκηνοθετικά μεταφερμένο στις μέρες μας. Με σύγχρονα και μάλιστα εξεζητημένα, πολύχρωμα, απαστράπτοντα κοστούμια αλλά και ιλουστρασιόν σκηνικά με χρυσές κορδέλες, και άφθονα λουλούδια σαν νυχτερινό κέντρο σε όλο του το μεγαλείο. Η εικόνα είναι πολύ έντονη και κυριαρχεί, σχεδόν βγάζει μάτι, ίσως γιατί μόνο για την εικόνα και όχι για την ουσία νοιάζονται και οι ίδιοι οι  ήρωες του έργου. Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η ένταση ανάμεσα στους ήρωες που φτάνουν συχνά σε ντελίριο και ερμηνευτικά κρεσέντο. Αυτή είναι η σκηνοθετική άποψη που υπηρέτησε ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης μαζί με τον γιο του Κωνσταντίνο υπεύθυνο για τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς και την ομάδα bijoux de kant. Μια  εκκεντρική και εντυπωσιακή απόπειρα που βγάζει το έργο από το χρονοντούλαπό του, του δίνει έναν εντελώς νέο αέρα  και σίγουρα θα συζητηθεί.

Η τριλογία του παραθερισμού του Γιάννη Σκουρλέτη είναι μια σπουδαία, ενδιαφέρουσα, δυνατή και ευφάνταστη εκδοχή ενός εκπληκτικού, κλασσικού και δοκιμασμένου συγγραφικά έργου. Αξίζει να το δείτε για τα διαχρονικά ζητήματα που θίγει και αφορούν την ανθρώπινη φύση αλλά και για να απολαύσετε τις δυνατές ερμηνείες και την νέα ανάγνωση που επιχείρησε με τόλμη ο σκηνοθέτης.


Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνικά - Κοστούμια - Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Μουσική: Πάνος Ηλιόπουλος
Δραματουργική Επεξεργασία: Ασημένια Ευθυμίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθός σκηνογράφου - ενδυματολόγου: Παρασκευή Μποκοβού
Β' βοηθoί σκηνοθέτη: Αλέξανδρος ΖαφειριάδηςΑθηνά ΚαμπούρηΦωτεινή Τιμοθέου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη


Παίζουν: Άννα Ευθυμίου (Μπρίτζιντα), Σοφία Καλεμκερίδου (Κοστάντσα),  Δημήτρης Καρτόκης (Πάολο), Γιώργος Καύκας (Φερντινάντο), Δημήτρης Κολοβός (Φιλίππο), Άννα Κυριακίδου (Σαμπίνα), Φαμπρίτσιο Μούτσο (Τίτα), Βασίλης Μπεσίρης (Γκουλιέλμο), Χρίστος Νταρακτσής (Τσέκο), Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Τζακίντα), Κώστας Σαντάς (Μπερναρντίνο), Δημήτρης Σιακάρας (Φουλτζέντσιο), Χρίστος Στυλιανού (Λεονάρντο), Θεοφανώ Τζαλαβρά (Ροζίνα), Κωνσταντίνος Τσονόπουλος (Τονίνο), Εύα Φρακτοπούλου (Βιττόρια)
 
Φιγκυράν-Μουσικός: Γιώργος Κωνσταντινίδης (Πασκουάλε)


* Στην πρεμιέρα της παραγωγής «Η Τριλογία του Παραθερισμού» το Σάββατο 28/01 αλλά και στην παράσταση της Κυριακής 29/01 τον ρόλο της "Μπρίτζιντα" ερμηνεύει η Μαίρη Ανδρέου, αντί της Άννας Ευθυμίου.

 

 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Ποιητικός, ποιοτικός «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ»

 

Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου


Μια καλαίσθητη, λιτή αλλά ταυτόχρονα δυνατή  μουσική παράσταση είναι ο «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ» του Βιτσέντζου Κορνάρου σε σύλληψη και σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη και δραματουργική επεξεργασία και διασκευή του Ευθύμη Θέου, που ανεβαίνει για λίγες παραστάσεις από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

Ο «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ» συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο γύρω στο 1600 μ.Χ., ενώ εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία εκατό χρόνια αργότερα. Είναι ένα έμμετρο μυθιστόρημα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που εξιστορεί τον έρωτα ανάμεσα σε δύο νέους, την πριγκίπισσα Αρετούσα και τον λαϊκό Ερωτόκριτο. Θα αναφερθώ λίγο στην υπόθεση του έργου, κάτι που θα σας βοηθήσει να το παρακολουθήσετε ευκολότερα.


Ο νεαρός Ερωτόκριτος ερωτεύεται την Αρετούσα και εμπνευσμένος από την αγάπη του της γράφει τραγούδια και της τα τραγουδά κάθε βράδυ έξω από το παλάτι. Η νέα μαγεύεται από τα λόγια του και τη μελωδική φωνή του και επιθυμεί διακαώς να τον γνωρίσει, αλλά αυτός κρύβεται. Αργότερα, όταν θα διοργανωθούν κονταρομαχίες στην περιοχή, ο Ερωτόκριτος θα λάβει μέρος και θα στεφθεί νικητής ανάμεσα σε διαλεχτούς νέους. Τότε θα τολμήσει να ζητήσει σε γάμο την Αρετούσα από τον πατέρα της βασιλιά Ηράκλη. Μα τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά. Ο βασιλιάς θα διατάξει την εξόρισή του και θα βάλει στόχο να παντρέψει την κόρη του με έναν πρίγκιπα, όπως πιστεύει ότι της αρμόζει. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα αποχαιρετιούνται και αυτή του χαρίζει το δαχτυλίδι της, ορκιζόμενη αιώνια πίστη. Μετά την άρνησή της να παντρευτεί οποιονδήποτε άλλο, ο πατέρας της της κόβει τα μαλλιά και την φυλακίζει. Οι δυο νέοι χωρίζονται οριστικά. Μετά από τέσσερα χρόνια ο βασιλιάς της Βλαχίας κηρύσσει πόλεμο εναντίον του βασιλιά Ηράκλη. Ο αγώνας θα είναι σκληρός. Ο Ερωτόκριτος μαθαίνοντας πως η πατρίδα του κινδυνεύει αποφασίζει να επιστρέψει. Από τις κακουχίες και την ασιτία το παρουσιαστικό του έχει αλλάξει. Το άγριο πρόσωπό του με τα μακριά γένια δεν είναι πλέον αναγνωρίσιμο από κανέναν. Σε μια δύσκολη στιγμή, μέσα στη φωτιά του πολέμου  βλέπει τον βασιλιά να κινδυνεύει και τότε ορμά με όλο του το σθένος και του σώζει τη ζωή. Ο Ηράκλης που δεν τον έχει αναγνωρίσει τον τιμά και του προσφέρει το μισό βασίλειό του. Στο τέλος ο Ερωτόκριτος θα πρέπει να μονομαχήσει με τον γενναίο πρίγκιπα Άριστο του βασιλείου της Βλαχίας για να προκύψει ο οριστικός νικητής αυτού του πολέμου. Και ο ήρωάς μας νικά και πάλι. Τότε, στο απόγειο πλέον της δόξας του, ζητά την κόρη του βασιλιά για γυναίκα του, αλλά εκείνος  τον ενημερώνει πως η Αρετούσα είναι κλεισμένη στο κελί της και δεν θέλει να δει ούτε να παντρευτεί κανέναν. Θα καταφέρουν  τελικά οι δύο νέοι να σμίξουν οριστικά;

Ο «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ» αριθμεί 10000 στίχους και στην παρούσα διασκευή ο Ευθύμης Θέου επιλέγει να χρησιμοποιήσει 700  από αυτούς, χωρίς όμως να παραλείπει κανένα από τα βασικά κομμάτια της υπόθεσης. Τα χωρία απαγγέλλονται αυτούσια σε μορφή διαλόγου, καθώς ο «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ» αν και δεν είναι θεατρικό, έχει παρόλα αυτά μια έντονη θεατρικότητα μιας και περιέχει πολλούς διαλόγους. Από τους χαρακτήρες διατηρούνται μόνο πέντε, ο Ερωτόκριτος και ο πατέρας του Πεζόστρατος, η Αρετούσα και ο πατέρας της βασιλιάς Ηράκλης και τέλος  η παραμάνα της Φροσύνη, καθώς και δύο αφηγητές. Μα το σημαντικότερο από όλα είναι πως η διασκευή αυτή επιχειρεί να επικεντρωθεί στην Αρετούσα, τον ψυχισμό της, τα συναισθήματά της και κυρίως τα βάσανά της μιας και υφίσταται σκληρή βία από τον ίδιο τον πατέρα της. Και αυτό γίνεται με αφορμή τα όσα φριχτά τράβηξαν και τραβούν ακόμη και σήμερα οι γυναίκες λόγω του φύλου τους, αναδεικνύοντας στοιχεία διαχρονικότητας στο έργο του Κορνάρου. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτής της αντιπαραβολής, στην πιο δύσκολη στιγμή της Αρετούσας  τότε που αυτή φυλακίζεται, απαγγέλλεται στη σκηνή ένα συγκινητικό ποίημα της Ιρανής ποιήτριας Rahil Fallahfar που αναφέρεται στις γυναίκες του Ιράν, αλλά και τις γυναίκες όλου του κόσμου που υποφέρουν και διεκδικούν παρ' όλα αυτά με σθένος τα δικαιώματα τους. Το ποίημα αυτό ενώνει το χθες με το σήμερα και δίνει το σύνθημα στις γυναίκες με δυο μόνο λέξεις «Μη φοβάσαι».

Η σκηνοθέτρια επιλέγει τον ρόλο της Αρετούσας να ερμηνεύσουν τέσσερις διαφορετικές ηθοποιοί. Είναι οι Χαρά Γιώτα, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Αίγλη Κατσίκη και Άννα Κόπακα. Αν και αυτό μας ξένισε στην αρχή, φαίνεται πως τελικά είχε ενδιαφέρον γιατί καθεμιά από αυτές έδωσε το στίγμα της αναλαμβάνοντας να μεταδώσει τον ψυχισμό της κάθε φάσης της ζωής της Αρετούσας με ένα ωραίο αποτέλεσμα. Επίσης έδωσε μια ποικιλία στη σκηνή και τις ερμηνείες, που κράτησε αμείωτη την προσοχή μας. Το ίδιο συνέβη και με τον Ερωτόκριτο που ενσαρκώθηκε από τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς, τους Κωστή Καπελλίδη, Ιωάννη Μπάστα και Κωνσταντίνο Χειλά. Κάθε ένας από τους ηθοποιούς είχε το δικό του ρυθμό και τρόπο πάνω στη σκηνή και μετέδωσαν όλοι επάξια το κομμάτι που τους αναλογούσε. Τους υπόλοιπους ρόλους ανέλαβαν ο ευέλικτος Γιάννης Χαρίσης ως Πεζόστρατος, ο στιβαρός Παναγιώτης Παπαιωάννου ως Ηράκλης και η ευγενική Θεοδώρα Λούκας ως Παραμάνα.

Το έργο είναι μια μουσική παράσταση, όπου οι ηθοποιοί κάποιες φορές τραγουδούν, άλλες φορές χορεύουν αρμονικά σε ήπιες χορογραφίες, ενώ μια μουσική υπόκρουση ακούγεται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του. Πρόκειται  για μπαρόκ μουσική με κάποιες στιγμές μοντέρνα στοιχεία , γεμάτη συναίσθημα, που έγραψε η Λόλα Τότσιου και ερμηνεύεται κυρίως από ένα πιάνο και ένα βιολοντσέλο, αλλά διακρίνονται και άλλα όργανα όπως μπάσο, κρουστά και σαξόφωνο που το εντυπωσιακό είναι πως τα παίζουν κάποιοι από τους ηθοποιούς αναδεικνύοντας έτσι τα πολλά ταλέντα τους. Μας άρεσε πολύ επίσης το υπέροχο τραγούδι της Αίγλης Κατσίκη.

Αυτό όμως που φώτισε πραγματικά την παράσταση και θέλω να τονίσω ιδιαίτερα είναι ο λόγος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στην όμορφη αυτή θεατρική απόδοση ο λόγος κυριαρχεί και λάμπει στην κυριολεξία. Αν και στην αρχή η μουσική υπόκρουση έμοιαζε να είναι αρκετά δυνατή και να επικρατεί, στη συνέχεια ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με την υπέροχη μουσικότητα και το κρητικό ιδίωμα ακούγεται ξεκάθαρα και απολαμβάνουμε κάθε στιγμή και κάθε στίχο αυτού του διαχρονικού αριστουργήματος. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της απόπειρας. Τι κι αν επιλέχτηκαν μόνο 700 στίχοι; Ακόμη και αυτοί αρκούν για να επικοινωνήσουμε άμεσα με αυτό το εξαίσιο έργο.

Τέλος, το σκηνικό είναι λιτό, μια υπερυψωμένη κυκλική κατασκευή με μια μικρή σκάλα, που  παριστάνει ένα φιλιατρό, το στόμιο ενός πηγαδιού, που είναι ο χώρος της Αρετούσας. Όταν  μια άλλη ειδική κατασκευή κατεβαίνει από το ταβάνι, ο χώρος αυτός κλείνει σαν ομπρέλα με ένα άνοιγμα στο κέντρο και τότε γίνεται η φυλακή της ηρωίδας. Το ιδιαίτερο σκηνικό είναι δημιούργημα της Εύας Μανιδάκη. Τα κοστούμια, που δεν χαρακτηρίζονται από κάποια ενιαία φιλοσοφία έφτιαξε ο Άγγελος Μέντης.

Συμπερασματικά, ο Ερωτόκριτος είναι μια ποιητική και ποιοτική μουσική παράσταση χωρίς φαντασμαγορίες μα όλο συναίσθημα και ζεστασιά, που βασίζεται στις ερμηνείες, την ωραία μουσική και κυρίως στον υπέροχο λόγο του Βιτσέντζου Κορνάρου, που εκτός του ότι μας μαγεύει με το μοναδικό ηχόχρωμά του μας επαναφέρει και διαχρονικές αξίες όπως η αγάπη, η πίστη, ο έρωτας, η αγωνιστικότητα, η γενναιότητα, το κουράγιο, που οφείλουν να μας συντροφεύουν διαχρονικά. Αξίζει να τη δείτε.

 

Συντελεστές

Σύλληψη - Σκηνοθεσία: Αργυρώ Χιώτη

Διασκευή - Δραματουργική επεξεργασία: Ευθύμης Θέου

Συγγραφή ποιήματος: Rahil Fallahfar

Σκηνικός Χώρος: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Μουσική Σύνθεση - Διδασκαλία μουσικής: Λόλα Τότσιου

Κίνηση: Σοφία ΠαπανικάνδρουΔημήτρης Σωτηρίου

Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Βοηθός σκηνοθέτριας: Βίκη Κίτσιου

Βοηθός σκηνογράφου / ενδυματολόγου: Έλλη Ναλμπάντη

Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη

Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη

Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη

* Βοηθός φωτιστή (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης 2023): Εύα Τσομπάνη

Διανομή

Ποιήτρια – Φροσύνη: Θεοδώρα Λούκας

Ποιητής – Πεζόστρατος: Γιάννης Χαρίσης

Αρετούσα: Αίγλη ΚατσίκηΆννα ΚόπακαΙωάννα ΔεμερτζίδουΧαρά Γιώτα

Ερωτόκριτος: Κωστής ΚαπελλίδηςΚωνσταντίνος ΧειλάςΙωάννης Μπάστας

Βασιλιάς: Παναγιώτης Παπαϊωάννου


Μουσικοί επί σκηνής

Ναταλία Γιαννάκη (πιάνο), Αλίκη Μάρδα (βιολοντσέλο)
και οι ηθοποιοί: Κωστής Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο, drums), Ιωάννης Μπάστας (σαξόφωνο), Κωνσταντίνος Χειλάς (πιάνο), Άννα Κόπακα (νταούλι)

Έκτακτες αντικαταστάσεις ηθοποιών:
Κορίνα ΒασιλοπούλουΣτέλιος ΚαλαϊτζηςΣτέφανος Πίττας

Έκτακτες αντικαταστάσεις μουσικών:
Αλέξανδρος Πουρλουκάκης (πιάνο), Μαρία Χρίστοβα (βιολοντσέλο)

 

 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

«Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» εξαιρετική η εκδοχή του μιούζικαλ.

 

Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου



Πριν από μερικά χρόνια ανέβηκε «Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» του Ιάκωβου Καμπανέλλη από το Κ.Θ.Β.Ε. σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. Η παράσταση σύμφωνα με το πρόγραμμα περιλάμβανε τότε και τέσσερα τραγούδια σε μουσική Διονύση Τσακνή και στίχους Λίνας Νικολακοπούλου. Κι όμως εμένα μου φάνηκαν πολύ λίγα  και δεν μου έφτασαν… Έγραψα τότε στην κριτική μου πως θα θέλαμε περισσότερα τραγούδια κι ας άλλαζε ο χαρακτήρας της παράστασης και σκέφτηκα γιατί αφού ο σκηνοθέτης είχε έναν Τσακνή και μια Νικολακοπούλου δεν έκανε ένα μιούζικαλ! Θα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και άκρως ενδιαφέρον! Και να που τώρα η σκέψη αυτή  πέρασε από το μυαλό κάποιων άλλων δημιουργών και  είδα αυτή την και δική μου ιδέα μου να  υλοποιείται και  μάλιστα με αξιώσεις!

«Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» πρωτοπαίχτηκε το 1957 από το θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του ίδιου του Καμπανέλλη. Παρουσιάζει  μια τοιχογραφία της μετεμφυλιακής Ελλάδας στα πρόσωπα συγκεκριμένων ανθρώπων που συμβιώνουν στην ίδια αυλή, με τα βάσανα, τις στεναχώριες και τα προβλήματα της εποχής. Είναι η Βούλα και ο Μπάμπης, ένα ζευγάρι που μια αγαπιέται και μια μαλλιοτραβιέται, η εξευγενισμένη Όλγα με καταγωγή από τη Ρωσία και ο σύζυγός της Στέλιος  που συνεχώς χαρτοπαίζει και τζογάρει προσπαθώντας να πιάσει την καλή, η  γριά Αννετώ, ολομόναχη μιας και η κόρη της παντρεύτηκε στην Αγγλία, ο πρόσφυγας Ιορδάνης, ο οποίος βρίσκεται μόνιμα εγκατεστημένος στην ταράτσα, η σύζυγός του Αστά και ο γιος του Γιάννης,  η Ντόρα, μια νέα και κάπως ελευθεριάζουσα γυναίκα, η Μαρία σύζυγος ναυτικού και πάντα μόνη και τέλος ο υδραυλικός Στράτος που εισβάλλει στην αυλή και προκαλεί αναταράξεις.

Στα πρόσωπα της αυλής ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης και η δραματουργός Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου προσθέτουν με δική τους πρωτοβουλία κάποια ακόμη, όπως τον Λάσκο και την Καίτη, μάλλον ηλικιωμένους και μοναχικούς ανθρώπους που όμως κάνουν καλή παρέα κυρίως παίζοντας σκάκι κι ακόμη την Ματίνα και την Ραφαέλα, την οποία  μάλιστα ερμηνεύει ένας άντρας, ο Γιώργος Ντάβος. Ακόμη, σκηνοθέτης και δραματουργός προβαίνουν σε μικρές διασκευές και διακριτικές προσθήκες στο κείμενο.

Αυτό που χαρακτηρίζει όμως αναμφίβολα την παράσταση και της δίνει ένα χαρακτήρα και ένα άρωμα μοναδικό είναι η μουσική και τα τραγούδια. Την μουσική έγραψε ο μαιτρ του είδους Στέφανος Κορκολής, που πραγματικά μεγαλούργησε. Κινήθηκε σε έντεχνους δρόμους αποφεύγοντας τα στοιχεία λαϊκού τραγουδιού και το αποτέλεσμα ήταν πολλά εξαιρετικά κομμάτια με επίσης εντυπωσιακή ενορχήστρωση, που έδωσαν στην  παράσταση έναν αέρα παλιού καλού μιούζικαλ. Τους στίχους έγραψε εύστοχα ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος καταφέρνοντας να τρυπώσει με την έμπνευση και το λόγο του στην ψυχολογία και τα συναισθήματα του κάθε πρωταγωνιστή. Τα τραγούδια μετέφεραν με μεγάλη επιτυχία όλη τη συγκίνηση και το κλίμα της κάθε στιγμής.

Την  αυλή των θαυμάτων, αν και διαδραματίζεται στην πόλη  θα την χαρακτήριζα ωστόσο ρεαλιστική ηθογραφία μιας και παρουσιάζει τη ζωή , τις συνήθειες και τα ήθη μιας ομάδας ανθρώπων και μάλιστα εμβαθύνει σε συγκεκριμένους τύπους και στους χαρακτήρες τους και πάντα με μια κριτική διάθεση και ένα κοινωνικό σχόλιο. Και αυτή την εικόνα, της ηθογραφίας δίνουν όλα τα ανεβάσματα που  μέχρι τώρα εγώ είχα δει. Όμως, τώρα που στην παράσταση προστίθενται τα πάρα πολλά τραγούδια και μάλιστα σε υπέροχη και ευγενική μουσική του Στέφανου Κορκολή, το έργο αναμφίβολα αποτινάσσει αυτό το παλιακό και ηθογραφικό στοιχείο, αναγεννιέται, ανασαίνει με πιο σύγχρονους ρυθμούς και προσφέρει μια απολύτως νέα εμπειρία.

Παράλληλα με τα τραγούδια που έχουν κυρίαρχο ρόλο στην παράσταση υπάρχουν και άλλες σκηνοθετικές επιλογές που επιδιώκουν να δώσουν έναν  ανανεωτικό αέρα στο έργο, όπως ότι τοποθετείται αντικειμενικά περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα από την εποχή στην οποία αναφέρεται, αν κρίνουμε από μια σημαία του ΠΑΣΟΚ που έχει ο Ιορδάνης στην ταράτσα του, αλλά και κάποια ονόματα παικτών του μπάσκετ που ακούγονται σε μια ραδιοφωνική αναμετάδοση. Ακόμη, το σκηνικό δεν παρουσιάζει μια κλασσική αυλή χαρακτηριστικό της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά ένα διώροφο κτίριο με περίπου δέκα μικρά δωμάτια-διαμερίσματα που είναι τοποθετημένο μετωπικά απέναντι στους θεατές. Το σκηνικό είναι εντυπωσιακό, μεγαλοπρεπές και προσεγμένο στη λεπτομέρειά του, με χαρακτηριστικά τα πάμπολλα αντικείμενα της αυλής και της ταράτσας και το επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, όπως και την ποικιλία των πολύ ωραίων κοστουμιών.

«Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ», αν και γράφτηκε περίπου εβδομήντα χρόνια πριν και παρουσιάζει μια δυσάρεστη εικόνα της πατρίδας μας με τους κατοίκους τότε να υποφέρουν και να αναζητούν διέξοδο και αλλαγή στη ζωή τους, δυστυχώς σήμερα γίνεται επίκαιρη ξανά, καθώς οι περισσότεροι νέοι απελπισμένοι από την οικονομική κατάσταση φλερτάρουν και πάλι με τη μετανάστευση και η φτώχια, η απελπισία ακόμη και οι αυτοκτονίες είναι για άλλη μια φορά στο προσκήνιο.

Στην παράσταση πήραν μέρος πολλοί και γνωστοί ηθοποιοί. Ερμηνευτικά ξεχώρισε η μεγάλη Ρούλα Πατεράκη στον ρόλο της Αννετώς και η εξαιρετική Φιλαρέτη Κομνηνού στον ρόλο της Καίτης. Μαζί τους, βαρύ πυροβολικό επίσης, ο Δημήτρης Πιατάς στο ρόλο του Λάσκου. Εντυπωσίασε ο Γιώργος Γάλλος ως Στέλιος που τραγούδησε και χόρεψε επίσης όπως και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης ως Μπάμπης, ενώ και ο υπόλοιπος θίασος επιδόθηκε σε μικρές χορογραφίες. Ξεχώρισαν ακόμη ο Μάνος Βακούσης ως Ιορδάνης και  ο Ντίνος Γκελαμέρης ως Γιάννης. Όλοι οι ηθοποιοί τραγούδησαν όμορφα τα όμορφα τραγούδια. Την παράσταση έκλεψαν όμως με τις φωνητικές τους ικανότητες η σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη στο ρόλο της Αστά και η γλυκιά Κατερίνα Παπουτσάκη ως Όλγα. Τις χορογραφίες έκανε ο Φωκάς Ευαγγελινός, ενώ τη μουσική διδασκαλία ο Σάββας Ρακιντζάκης. Την ορχήστρα που ερμήνευσε ζωντανά όλα τα τραγούδια διηύθυνε ο Αναστάσιος Συμωνίδης.

Μεγάλη εντύπωση προκάλεσαν οι εξαιρετικοί και περίτεχνοι πολυεπίπεδοι φωτισμοί με την συνέπεια και τις συνεχείς εναλλαγές τους που δημιούργησαν μια μαγική ατμόσφαιρα πάνω στη σκηνή. Τους φωτισμούς σχεδίασε ο Αλέκος Αναστασίου.

Μόνη μας αρνητική παρατήρηση ο ήχος που στην αρχή κυρίως της παράστασης ήταν κακός και μας ανάγκαζε να διαβάζουμε τους υπέρτιτλους. Στη συνέχεια υπήρχαν σημεία της παράστασης που τα λόγια ακουγόταν εξαιρετικά αλλά και σημεία με ατέλειες, κυρίως όταν τραγουδούσαν όλοι μαζί οι ηθοποιοί. Ελπίζουμε πάντως πως με λίγη καλή θέληση και προσπάθεια τα προβλήματα αυτά θα διορθωθούν.

Συμπερασματικά «Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» είναι ένα εξαιρετικό μιούζικαλ που υπόσχεται όμορφες στιγμές και ανάταση ψυχής και αξίζει να το δείτε!

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Πρωτότυπη Μουσική – Ενορχήστρωση: Στέφανος Κορκολής
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Δραματουργία: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική Διδασκαλία – Επιμέλεια μουσικού υλικού: Σάββας Ρακιντζάκης
Hair design: Daniel Αθανασίου
Σχεδιασμός ήχου-ηχοληψία: Ανδρέας Γεωργαλλής
Βοηθοί σκηνοθέτη: Έλλη Κατσιναβάκη, Βαγγέλης Βογιατζής
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Β΄ Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Ελίνα Αλουπογιάννη
Φωτογραφίες promo: Πάνος Γιαννακόπουλος
Φωτογραφίες παράστασης: Μιχάλης Γκούμας
Βίντεο Παράστασης: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος
Βίντεο promo: Φώτης Φωτόπουλος
Σχεδιασμός αφίσας: Διονύσης Ανδριανόπουλος
Διεύθυνση Παραγωγής: Κωνσταντίνα Αγγελέτου
Οργάνωση Παραγωγής: Μαρία Κακάρογλου

Διεύθυνση ορχήστρας Αναστάσιος Συμεωνίδης

 

Παίζουν:
Γιώργος Γάλλος (Στέλιος)
Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μπάμπης)
Κατερίνα Παπουτσάκη (Όλγα)
Ρούλα Πατεράκη (Αννετώ)
Στεφανία Γουλιώτη (Βούλα)
Μάνος Βακούσης (Ιορδάνης)
Ειρήνη Καράγιαννη (Αστά)
Μαρία Διακοπαναγιώτου (Ντόρα)
Μαρίζα Τσάρη (Μαρία)
Γιώργος Τσιαντούλας (Στράτος)
Ντίνος Γκελαμέρης (Γιάννης)
Ηλέκτρα Σαρρή (Ματίνα)
Γιώργος Ντάβος (Ραφαέλα)
Βαγγέλης Βογιατζής (Άνδρας)
Ζαχαρίας Γουέλα (Άνδρας)
Γιάννης Σοφολόγης (Άνδρας)
Στο ρόλο της Καίτης η Φιλαρέτη Κομνηνού
Στο ρόλο του Λάσκου ο Δημήτρης Πιατάς

 

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

«ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ», κομμάτι ιστορίας


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου



«ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ» ή εκεί που ο «Ευαγγελιστής» Μάρκος Βαμβακάρης συναντά τον «Αρχάγγελο» Μιχαήλ Γενίτσαρη.

Θα ξεκινήσω με το εξαιρετικό κείμενο του έργου «ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ». Πρόκειται για ένα πραγματικό διαμάντι! Το έγραψε ο μεγάλος πανεπιστημιακός δάσκαλος, καθηγητής εθνομουσικολογίας και αφοσιωμένος μελετητής της παραδοσιακής μουσικής  Λάμπρος Λιάβας που χρόνια τώρα έρχεται και κοντά στον κόσμο παρουσιάζοντας στην τηλεόραση την αγαπημένη εκπομπή «Το αλάτι της γης». Ο ίδιος έχει κάνει επίσης την επιλογή των κειμένων και τη μουσική επιμέλεια στην εμβληματική παράσταση Αγγέλα Παπάζογλου με την Άννα Βαγενά, βασισμένος στο βιβλίο του γιού της Αγγέλας, που την είδα και αυτήν   πριν λίγο καιρό και ήταν επίσης  ένα αριστούργημα.

 Ο Λάμπρος Λιάβας λοιπόν ζωγραφίζει στην κυριολεξία καταθέτοντας αυτό το κείμενο του «ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ»  βασισμένος προφανώς σε συνεντεύξεις των δύο μεγάλων τραγουδοποιών Βαμβακάρη και Γενίτσαρη αλλά και σε άλλα κείμενα σχετικά ή της εποχής. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε συγκεκριμένα επεισόδια της ζωής τόσο του Μάρκου, όσο και του Μιχάλη μέσα από τα οποία ξεδιπλώνεται ξεκάθαρα ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα τους, η αγάπη τους στη μουσική, το μπουζούκι και το τραγούδι, οι σχέσεις με τις γυναίκες, οι φίλοι και το όνομα στην πιάτσα. Κάθε λέξη, κάθε επεισόδιο, κάθε περιστατικό που ακούγεται είναι ταυτόχρονα αξιόλογο και  ενδιαφέρον ως συναρπαστικό θα έλεγα, αλλά και  δίνει απόλυτα το στίγμα ενός καιρού και μιας εποχής τόσο ιδιαίτερης και χαρακτηριστικής. Οι ταβέρνες, τα χασίσια, η περιθωριοποίηση των ρεμπέτηδων, οι ταραγμένες πολιτικές καταστάσεις, οι εξορίες, ο πόλεμος, η φτώχεια και η ανέχεια. Με λίγα λόγια το μεστό αυτό και άκρως ενδιαφέρον κείμενο σκύβει σπαρακτικά στα ντέρτια τους καημούς και τα σεκλέτια των ρεμπέτηδων και αναδεικνύει πώς έγραφαν αυτοί τραγούδια, εμπνεόμενοι  από τον πόνο και τη μαύρη τη ζωή τους, τραγούδια της καρδιάς και όχι της φιγούρας, μιας σπαρακτικής εποχής που έχει πλέον  παρέλθει.

Το λαμπρό αυτό κείμενο αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει και να ερμηνεύσει ένας πολύπειρος και αφοσιωμένος ηθοποιός, αναμφίβολα λάτρης των ρεμπέτηδων και του ρεμπέτικου, αυτό τουλάχιστον υποδηλώνει η επιλογή του. Ο Τάκης Χρυσικάκος αυτοσυγκεντρώνεται και διεισδύει με ταλέντο και έμπνευση στους ρόλους του Βαμβακάρη στην αρχή και του Γενίτσαρη στη συνέχεια. Με όπλο την ψυχή και το συναίσθημά του αποδίδει δυο εξαιρετικές και πολύ πονεμένες ταυτόχρονα προσωπικότητες που άφησαν εποχή, αλλά που στον καιρό τους εκτός από τις λίγες χαρές έλαβαν κυρίως βάσανα στεναχώριες, δυσκολίες.  Το πρόσωπο του ηθοποιού πάλλεται συχνά από τη συγκίνηση και δάκρυα έρχονται στα μάτια του καθώς αυτά που ιστορεί πολλές φορές δεν είναι ευχάριστα. Είναι όμως κατατοπιστικά και άκρως ενδιαφέροντα.

Η σκηνοθεσία είναι λιτή. Ο Τάκης Χρυσικάκος βασίζεται στο κείμενο και την ερμηνεία και δεν φτιασιδώνει το έργο με περιττά τεχνάσματα. Φαίνεται πως αυτό του βγάζει το συναίσθημά του. Αφηγείται απλά και απέριττα ενώ μοναδικός του σύντροφος είναι ένα μπουζούκι που ερμηνεύει μερικά από τα χαρακτηριστικά τραγούδια των δημιουργών. Τα τραγούδια είναι προσεκτικά επιλεγμένα επίσης από τον Λάμπρο Λιάβα και ακούγονται συχνά παράλληλα με τα περιστατικά  που τα ενέπνευσαν. Έτσι το έργο «ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ» δίνει στην ουσία τις ζωές του Βαμβακάρη και του Γενίτσαρη και μέσα από τα τραγούδια τους. Στο μπουζούκι και το τραγούδι είναι ο Νίκος Μπλουμπής. Αξίζει να αναφέρουμε τέλος την παρουσία του λαϊκού χορευτή Γιώργου Σοφιανίδη που χορεύει ζεϊμπέκικο.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι απλά και θα σχολιάσουμε μόνο το χαρακτηριστικό γνωστό μάλλινο φανελάκι που φορούσε ο Βαμβακάρης στο τέλος της ζωής του, έναν από τους λόγους που τον περιφρονούσαν τότε, γιατί δεν φορούσε κοστούμι. Αλλά τι να πεις!  Η ιστορία μίλησε και του έδωσε τη θέση που του άξιζε.

Στο video wall προβάλλονται τέλος πίνακες του Χρήστου Μποκόρου.

Αξίζει να  δείτε το έργο αυτό! Και όχι μόνον όσοι αγαπάτε και ακούτε με πάθος το ρεμπέτικο τραγούδι. Γιατί στο «ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ» αναδεικνύονται κομμάτια της ιστορίας όχι μόνο της μουσικής, αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης. Γιατί έχει ατόφιο συναίσθημα και θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον σας από την αρχή ως το τέλος.


Κείμενα-μουσική επιμέλεια: Λάμπρος Λιάβας, Ερμηνεία – Σκηνοθεσία: Τάκης Χρυσικάκος, 

Οι προβολές της παράστασης προέρχονται (ευγενική παραχώρηση) από πίνακες του Χρήστου Μποκόρου. Συμμετέχουν επίσης ο μουσικός Νίκος Μπλουμπής και ο λαϊκός χορευτής Γιώργος Σοφιανίδης.