Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Συνταρακτικές «ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΒΑΡΝΤΕ».


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου


Ένα συνταρακτικό έργο, γροθιά στο στομάχι για τα όσο θλιβερά έχουν υποφέρει οι γυναίκες λόγω του φύλου τους στο  παρελθόν είναι «Οι μάγισσες του Βάρντε» της Μαρίας Ράπτη, που ανεβαίνει στο Θέατρο Αυλαία από το Θέατρο του Άλλοτε.

Το έργο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν το 1617. Μια χούφτα γυναίκες στο παραθαλάσσιο χωριό Βάρντε της Νορβηγίας αντιμετωπίζουν μια πραγματική τραγωδία. Μια ξαφνική καταιγίδα και απότομη θαλασσοταραχή έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους σχεδόν όλοι οι άντρες της κοινότητας,  καθώς 40 από αυτούς πνίγονται την ώρα που ψάρευαν. Οι γυναίκες αφού θρηνούν και πενθούν για ένα διάστημα, παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους αναλαμβάνοντας πλέον όλες τις εργασίες, ακόμη και τις παραδοσιακά αντρικές όπως ψάρεμα, σφάξιμο ζώων και επισκευές σπιτιών γιατί αυτή είναι η μόνη λύση για να επιβιώσουν. Και τότε ο εφημέριος και ο κυβερνήτης της περιοχής ως μέλη μιας ανδροκρατούμενης και γεμάτης προλήψεις κοινωνίας αρχίζουν να τις κατηγορούν για μαγεία και πως αυτές, συμπράττοντας με το διάβολο, προκάλεσαν την ξαφνική και αναπάντεχη κακοκαιρία και το μαζικό χαμό των αντρών.  Στην περιοχή καταφθάνει και ένας ειδικός επίτροπος κυνηγός μαγισσών. Οι γυναίκες τρομοκρατούνται και βασανίζονται φρικτά και εξαναγκάζονται να ομολογήσουν την υποτιθέμενη ενοχή τους.  

Η υπόθεση από μόνη της είναι συγκλονιστική, όμως αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε στο έργο αυτό είναι η αριστοτεχνική μεταφορά της ιστορίας αυτής στο θέατρο από την Μαρία Ράπτη. Με μικρά επεισόδια  και σύντομους και λιτούς αλλά καίριους διαλόγους καταθέτει ένα έργο δυνατό και ξεκάθαρο εκθέτοντας με σαφήνεια την ουσία και μόνο την ουσία. Κάθε μια από τις έξι πρωταγωνίστριες έρχεται στο επίκεντρο, εκβιάζεται, βασανίζεται και στο τέλος οδηγείται στο να ομολογήσει πράγματα που δεν έκανε και όλα αυτά πετυχαίνονται πειστικά και  παραστατικά, με λίγα λόγια που όμως τα λένε όλα. Μέσα από τους επιλεγμένους διαλόγους και το στήσιμο του έργου φωτίζεται απίθανα το παιχνίδι αυτό της εξουσίας, ενώ ξεχειλίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι της εποχής, η τρομοκρατία, η αδικία, η απόγνωση των γυναικών, ο άφατος πόνος και το αδιέξοδο.

Το έργο είναι ένα σκληρότατο μήνυμα για τη θέση της γυναίκας, που ήταν για αιώνες το αδύναμο, το δεύτερο φύλο. Και δυστυχώς εξακολουθεί να παραμένει αν αναλογιστούμε τα όσα τραγικά υποφέρουν μέχρι σήμερα εκατομμύρια γυναίκες σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Έναν κόσμο όπου γυναίκες δολοφονούνται επειδή δεν φορούν σωστά τη μαντήλα τους,  έναν κόσμο όπου δεκάδες γυναίκες χάνουν τη ζωή τους από το χέρι του συντρόφου τους καθημερινά χωρίς λόγο και αιτία, όπου ακόμη και αν δεν καλούνται μάγισσες υφίστανται βιασμούς, καταναγκαστικούς γάμους, κλειτοριδεκτομές και τόσα άλλα και υποφέρουν κατάφορες αδικίες.  Και είναι μια βαθιά πληγή το πόσο επίκαιρο παραμένει το έργο αυτό, «Οι μάγισσες του Βάρντε», ακόμη και στον 21ο αιώνα.

Το έργο σκηνοθετείται από την Βαρβάρα Δουμανίδου και αποδίδεται απόλυτα  δραματικά γιατί είναι αντικειμενικά και εκκωφαντικά δραματικό. Με σκοτάδια, υπόκωφους και τρομακτικούς ήχους, υποβλητικές μουσικές, τύμπανα, συρσίματα και κραυγές που ακούγονται κυρίως ανάμεσα στα επεισόδια προβάλλοντας ρεαλιστικά την ζοφερή ατμόσφαιρα και την ωμή πραγματικότητα. Με ολοζώντανα, παραστατικά δρώμενα όπως αυτό του ονείρου του επιτρόπου ή  των μεταμορφωμένων σε ζώα μαγισσών. Και με τραγικές , σκοτεινές εικόνες και δράσεις.

Το στενό, μικρό παραθυράκι που ανοίγει στιγμιαία σε καθένα από τα σπιτάκια των γυναικών  και πίσω του εμφανίζονται μόνο τα μάτια της κάθε γυναίκας παραπέμπει στο άνοιγμα της μπούργκας των ισλαμικών χωρών, σύμβολο καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Υπέροχο σκηνοθετικό εύρημα.

Το ανατρεπτικό, αιρετικό τέλος , που σίγουρα δεν είναι το πραγματικό τέλος της ιστορίας, δίνει ανάσες οξυγόνου σε όλη την τοξικότητα και την πνιγμονή που περιβάλλει το έργο και δίνει αναμφίβολα το μήνυμα πως κάτι μπορεί και πρέπει να αλλάξει.

Οι ηθοποιοί καλούνται να αποδώσουν δύσκολους ρόλους, κυρίως οι έξι κατηγορούμενες γυναίκες που στα τελευταία επεισόδια είναι συντετριμμένες και εξαθλιωμένες ως θύματα εκβιασμού και κακοποίησης. Τους γυναικείους ρόλους αποδίδουν οι Θεοδώρα Κωστάκου, Τατιάνα Οικονόμου, Βάλια Γκαγκάτση, Μαρία Σεμερτζίδου, Βαρβάρα Δουμανίδου και Νατάσα Κοψαχείλη, που αναλαμβάνει να τραγουδήσει και επιλεγμένα κομμάτια. Οι ερμηνείες τους είναι δυνατές και σπαρακτικές και αν και διακρίναμε κάποιες ερμηνευτικές αδυναμίες τους το συγχωρούμε κρίνοντας από το συνολικό αποτέλεσμα. Στους ρόλους τον αντρών ξεχώρισε με την στιβαρή και καθηλωτική ερμηνεία του ο Δημήτρης Βασιλειάδης στο ρόλο του επιτρόπου , ενώ επαρκείς ήταν οι Στέργιος Κωνσταντζίκης ως κυβερνήτης και Δημήτρης Ελιάς ως εφημέριος.

Ο Δημήτρης Βασιλειάδης επιμελήθηκε επίσης την κίνηση και την κατασκευή των σκηνικών και των μασκών. Τα κοστούμια , αντιπροσωπευτικά της εποχής κατασκεύασε η Άννα Καλαϊτζίδου, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακό ήταν το μακιγιάζ που φρόντισε  η Anassa Beauty.

Κι αν το έργο αυτό ακούγεται βαρύ, μη σας απασχολεί. Δίνει με τόσο εξαίσιο και γλαφυρό τρόπο τις τραγικές καταστάσεις, με τόση σαφήνεια και καθαρότητα τα δραματικά γεγονότα και αφήνει τόσο ξεκάθαρα και δυνατά μηνύματα που σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το δείτε. Αξίζει πραγματικά!!


Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δουμανίδου
Κείμενο: Μαρία Ράπτη
Κίνηση: Δημήτρης Βασιλειάδης
Τραγούδι: Νατάσα Κοψαχείλη
Σκηνικά – Κοστούμια: Θέατρο του ‘Αλλοτε
Δημιουργία αφίσας: Φωτεινή Φιλοξενίδου
Προωθητικό video: Τόμης Βρακάς
Φωτογραφίες: Λάμπρος Καζάν

Διανομή
Mari Jogensdatter: Θεοδώρα Κωστάκου
Kirsti Sorensdatter: Τατιάνα Οικονόμου
Else Knutsdatter: Βάλια Γκαγκάτση
Maren Olsdatter: Μαρία Σεμερτζίδου
Ingeborg Iversdatter: Βαρβάρα Δουμανίδου
Anne Larsdatter: Νατάσα Κοψαχείλη
John Cunningham: Στέργιος Κωνσταντζίκης
Jens Randulf: Δημήτρης Βασιλειάδης
Peter Magnus: Δημήτρης Ελιάς

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

«Αμερικάνικος βούβαλος», μια μικρή ιστορία του υποκόσμου.


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου

Μια παρέα τριών μικροαπατεώνων στην Αμερική του 1970 συναντιέται συχνά πυκνά στο παλαιοπωλείο που διατηρεί ο ένας από αυτούς. Η ζωή τους κυλά με τα καθημερινά μα και με συνεχείς σκέψεις και προσπάθειες να πιάσουν την καλή σχεδιάζοντας ένα μεγάλο κόλπο. Έτσι, ένα τάλιρο , ένα μικρό νόμισμα που παριστάνει έναν αμερικάνικο βούβαλο έρχεται κάποια στιγμή στο επίκεντρο. Το νόμισμα ανακαλύπτει στις προθήκες του παλαιοπωλείου ένας άγνωστος άντρας και ω του  θαύματος το αγοράζει πολλά περισσότερα χρήματα από την πραγματική του αξία με την δικαιολογία ότι είναι κάπως ελαττωματικό, διαφορετικό από τα υπόλοιπα και άρα σπάνιο.

Το παραπάνω γεγονός γίνεται η αιτία ο παλαιοπώλης να βάλει στο μάτι τον αγοραστή με στόχο να τον ληστέψει, πιστεύοντας πως στο σπίτι του θα κρύβει μια ολόκληρη συλλογή από τέτοια διαφορετικά νομίσματα μεγάλης αξίας. Το κόλπο στήνει ο ίδιος εμπλέκοντας και τους άλλους δύο φίλους του.

Ο πρώτος της παρέας , ο παλαιοπώλης Ντον, είναι ένας κομπιναδόρος μα όπως φαίνεται ο πιο ηθικός από όλους, αρκετά πονόψυχος, με αληθινά ψήγματα ανθρωπιάς. Μοιάζει να  νοιάζεται για τους άλλους και κυρίως για τον νεαρό βοηθό του Μπομπ. Ο μικρός Μπομπ από την άλλη μοιάζει εκ πρώτης όψεως εντελώς αδαής και αφελής, στο βάθος όμως είναι καλός μαθητής στην παρανομία, έχει ποτιστεί κι αυτός  από τη διαφθορά και διεκδικεί να λάβει ενεργό μέρος στο κόλπο. Τέλος, η κυρίαρχη προσωπικότητα του έργου, ο δάσκαλος, ο πιο αδίσταχτος από τους τρεις, υπερβολικά καχύποπτος και επαγγελματίας συκοφάντης, σκάβει συνεχώς το λάκκο των υπόλοιπων και κομπάζει πως είναι ο καλύτερος διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία στα τεκταινόμενα.

Η υπόθεση εξελίσσεται την ίδια ημέρα στον ίδιο χώρο με τους τρεις ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στη σκηνή. Καθώς οι χαρακτήρες εναλλάσσονται αναμασώντας κάποια στιγμή τα ίδια λόγια και τα ίδια σημεία σύγκρουσης η υπόθεση τείνει να γίνει λίγο κουραστική με κάποιες επαναλήψεις. Όμως, στη βάση του έργου και σταδιακά ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας του θεάτρου και του κινηματογράφου David Mamet στήνει αριστοτεχνικά ένα ιδιόμορφο παζλ χαρακτήρων του υποκόσμου που διεκδικούν μια θέση στο αμερικάνικο όνειρο. Οι άντρες αυτοί, καθένας με τις ιδιαιτερότητες και την ιδιοσυγκρασία του σχεδιάζουν την κομπίνα διεκδικώντας τα κέρδη, μια υποτιθέμενη ομάδα όπου όμως κυριαρχεί ο εαυτός και τα μικροσυμφέροντα του καθενός,  καθώς  προσπαθούν  να επωφεληθούν ατομικά και να τη φέρουν ο ένας στον άλλο. Μια παρέα που θα έπρεπε να είναι  δεμένη για έναν κοινό έστω και ανόσιο σκοπό,  όμως δεν τους αφήνουν οι μικρότητες και οι αδυναμίες των χαρακτήρων. Ένα έργο, οξύ κοινωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, τους ταπεινούς και καταφρονημένους που φλερτάρουν με την παρανομία και μαστίζονται από την ανηθικότητα.

Ο Θανάσης Σαράντος σκηνοθετεί με τη γνωστή του αφοσίωση άλλον έναν από τους αγαπημένους του αμερικανούς συγγραφείς που τόσο του ταιριάζουν, αποδίδοντας  εξαίσια το μικροκλίμα της εποχής αλλά και την ψυχοσύνθεση των ηρώων. Πρόκειται για μια ατμοσφαιρική σκηνοθεσία. Το έργο επ’ ουδενί δεν είναι αστείο. Όμως, οι ήρωες με τις απανωτές μικρότητες στις οποίες υποπίπτουν φέρνουν συχνά το γέλιο στον θεατή. Η υπόθεση  διανθίζεται με αρκετό χιούμορ, όμως  σκηνοθετείται όχι σαν μια φαιδρή αλλά σαν μια πικρή ιστορία ενώ στην πραγματικότητα είναι και φαιδρή. Αναρωτήθηκα αλήθεια πώς θα ήταν αν είχε ειδωθεί από μια πιο κωμική σκοπιά. Πάντως, το απρόβλεπτο αίσιο τέλος όπου οι ήρωες την ύστατη στιγμή ενώνονται για να σώσουν τον νεαρότερο δίνει στην πικρή αυτή ιστορία μια γλυκιά νότα.

Ένα από τα ατού της παράστασης είναι αναμφίβολα οι δυναμικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών που αποδίδουν εξαιρετικά τους ρόλους καταθέτοντας τον καλύτερο εαυτό τους.  

Ο Θανάσης Σαράντος στο ρόλο του δάσκαλου είναι πραγματικά πληθωρικός, παθιασμένος και έντονα εκφραστικός. Επιστρατεύει με ζέση όλα τα εκφραστικά του μέσα, κινήσεις και εκφράσεις του προσώπου για να αποδώσει μια ιδιαίτερα σκληρή και σκοτεινή προσωπικότητα.

Ο Χριστόδουλος Στυλιανού στο ρόλο του Μπομπ ερμηνεύει με πραγματικό πάθος και ένταση τον μικροαπατεώνα παλαιοπώλη με τα έντονα στοιχεία ανθρωπιάς. Είναι εκρηκτικός, δυναμικός με σπινθηροβόλο βλέμμα όταν φτάνει στα όριά του και η περίσταση το απαιτεί, ενώ ταυτόχρονα και βαθιά συναισθηματικός όταν χρειάζεται.

Τέλος ο Πάρης Σκαρτσολιάς στο ρόλο του Μπομπ ερμηνεύει με επιδεξιότητα και εσωστρέφεια, μαζεμένος, κρυφός, με έντονες συσπάσεις στο χαμηλωμένο του πρόσωπο.

Το εντυπωσιακό πλούσιο σε σκηνικά κομμάτια, απλωμένο,  παρακμιακό σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου απεικονίζει ένα παλαιοπωλείο με διάφορα παλαιά αντικείμενα προς πώληση ταξινομημένα σε ομάδες. Πρόκειται για ένα προσεγμένο αληθινό μα και  συμβολικό ταυτόχρονα σκηνικό, όπου η πραγματική φθορά των αντικειμένων  είναι ένας άμεσος καθρέφτης της αποσύνθεσης και της φθοράς των ίδιων των ανθρώπων και της κοινωνίας. Τα με γούστο φτιαγμένα ρούχα εποχής της ίδιας δημιουργού είναι λίγα και καλά, αντιπροσωπευτικά της περιόδου καθώς αποπνέουν το ανάλογο χρώμα.

Τους κατάλληλους φωτισμούς στο έργο επιμελήθηκε o ίδιος ο σκηνοθέτης.

Ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» είναι μια άριστα επιμελημένη ατμοσφαιρική παράσταση,  μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πειστική απεικόνιση ενός παρακμιακού κόσμου που εντυπωσιάζει τον θεατή, εντυπώνεται στη μνήμη του  και τον απασχολεί για μέρες.


Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου 
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος 
Σκηνικό- Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική-Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Κακαβούλας
Βοηθός σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης

Σύμβουλος δραματουργίας: Μάρκος Τσούμας
Παραγωγή: Ηθικόν Ακμαιότατον ΑΜΚΕ
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will

Παίζουν οι: Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος), Χριστόδουλος Στυλιανού(Ντον), Πάρης Σκαρτσόλιας (Μπομπ)