Κριτική
της Βικτωρίας Ιωσηφίδου
Ένα συνταρακτικό έργο,
γροθιά στο στομάχι για τα όσο θλιβερά έχουν υποφέρει οι γυναίκες λόγω του φύλου
τους στο παρελθόν είναι «Οι μάγισσες του
Βάρντε» της Μαρίας Ράπτη, που ανεβαίνει στο Θέατρο Αυλαία από το Θέατρο του
Άλλοτε.
Το έργο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που
συνέβησαν το 1617. Μια χούφτα γυναίκες στο παραθαλάσσιο χωριό Βάρντε της
Νορβηγίας αντιμετωπίζουν μια πραγματική τραγωδία. Μια ξαφνική καταιγίδα και απότομη
θαλασσοταραχή έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν τη
ζωή τους σχεδόν όλοι οι άντρες της κοινότητας, καθώς 40 από αυτούς πνίγονται την ώρα που
ψάρευαν. Οι γυναίκες αφού θρηνούν και πενθούν για ένα διάστημα, παίρνουν τη ζωή
στα χέρια τους αναλαμβάνοντας πλέον όλες τις εργασίες, ακόμη και τις παραδοσιακά
αντρικές όπως ψάρεμα, σφάξιμο ζώων και επισκευές σπιτιών γιατί αυτή είναι η
μόνη λύση για να επιβιώσουν. Και τότε ο εφημέριος και ο κυβερνήτης της περιοχής
ως μέλη μιας ανδροκρατούμενης και γεμάτης προλήψεις κοινωνίας αρχίζουν να τις
κατηγορούν για μαγεία και πως αυτές, συμπράττοντας με το διάβολο, προκάλεσαν
την ξαφνική και αναπάντεχη κακοκαιρία και το μαζικό χαμό των αντρών. Στην περιοχή καταφθάνει και ένας ειδικός επίτροπος
κυνηγός μαγισσών. Οι γυναίκες τρομοκρατούνται και βασανίζονται φρικτά και
εξαναγκάζονται να ομολογήσουν την υποτιθέμενη ενοχή τους.
Η υπόθεση από μόνη της είναι
συγκλονιστική, όμως αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε στο έργο αυτό είναι η
αριστοτεχνική μεταφορά της ιστορίας αυτής στο θέατρο από την Μαρία Ράπτη. Με
μικρά επεισόδια και σύντομους και λιτούς
αλλά καίριους διαλόγους καταθέτει ένα έργο δυνατό και ξεκάθαρο εκθέτοντας με
σαφήνεια την ουσία και μόνο την ουσία. Κάθε μια από τις έξι πρωταγωνίστριες
έρχεται στο επίκεντρο, εκβιάζεται, βασανίζεται και στο τέλος οδηγείται στο να
ομολογήσει πράγματα που δεν έκανε και όλα αυτά πετυχαίνονται πειστικά και παραστατικά, με λίγα λόγια που όμως τα λένε
όλα. Μέσα από τους επιλεγμένους διαλόγους και το στήσιμο του έργου φωτίζεται
απίθανα το παιχνίδι αυτό της εξουσίας, ενώ ξεχειλίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι της
εποχής, η τρομοκρατία, η αδικία, η απόγνωση των γυναικών, ο άφατος πόνος και το
αδιέξοδο.
Το έργο είναι ένα σκληρότατο
μήνυμα για τη θέση της γυναίκας, που ήταν για αιώνες το αδύναμο, το δεύτερο
φύλο. Και δυστυχώς εξακολουθεί να παραμένει αν
αναλογιστούμε τα όσα τραγικά υποφέρουν μέχρι σήμερα εκατομμύρια γυναίκες σε
έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Έναν κόσμο όπου γυναίκες δολοφονούνται επειδή δεν
φορούν σωστά τη μαντήλα τους, έναν κόσμο όπου δεκάδες γυναίκες χάνουν τη ζωή
τους από το χέρι του συντρόφου τους καθημερινά χωρίς λόγο και αιτία, όπου ακόμη
και αν δεν καλούνται μάγισσες υφίστανται βιασμούς, καταναγκαστικούς γάμους,
κλειτοριδεκτομές και τόσα άλλα και υποφέρουν κατάφορες αδικίες. Και είναι μια βαθιά πληγή το πόσο επίκαιρο
παραμένει το έργο αυτό, «Οι μάγισσες του Βάρντε», ακόμη και στον 21ο
αιώνα.
Το έργο σκηνοθετείται από
την Βαρβάρα Δουμανίδου και αποδίδεται απόλυτα
δραματικά γιατί είναι αντικειμενικά και εκκωφαντικά δραματικό. Με
σκοτάδια, υπόκωφους και τρομακτικούς ήχους, υποβλητικές μουσικές, τύμπανα,
συρσίματα και κραυγές που ακούγονται κυρίως ανάμεσα στα επεισόδια προβάλλοντας
ρεαλιστικά την ζοφερή ατμόσφαιρα και την ωμή πραγματικότητα. Με ολοζώντανα,
παραστατικά δρώμενα όπως αυτό του ονείρου του επιτρόπου ή των μεταμορφωμένων σε ζώα μαγισσών. Και με
τραγικές , σκοτεινές εικόνες και δράσεις.
Το στενό, μικρό παραθυράκι
που ανοίγει στιγμιαία σε καθένα από τα σπιτάκια των γυναικών και πίσω του εμφανίζονται μόνο τα μάτια της κάθε
γυναίκας παραπέμπει στο άνοιγμα της μπούργκας των ισλαμικών χωρών, σύμβολο
καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Υπέροχο σκηνοθετικό εύρημα.
Το ανατρεπτικό, αιρετικό
τέλος , που σίγουρα δεν είναι το πραγματικό τέλος της ιστορίας, δίνει ανάσες
οξυγόνου σε όλη την τοξικότητα και την πνιγμονή που περιβάλλει το έργο και
δίνει αναμφίβολα το μήνυμα πως κάτι μπορεί και πρέπει να αλλάξει.
Οι ηθοποιοί καλούνται να
αποδώσουν δύσκολους ρόλους, κυρίως οι έξι κατηγορούμενες γυναίκες που στα
τελευταία επεισόδια είναι συντετριμμένες και εξαθλιωμένες ως θύματα εκβιασμού και κακοποίησης. Τους γυναικείους ρόλους αποδίδουν οι Θεοδώρα
Κωστάκου, Τατιάνα Οικονόμου, Βάλια Γκαγκάτση, Μαρία Σεμερτζίδου, Βαρβάρα
Δουμανίδου και Νατάσα Κοψαχείλη, που αναλαμβάνει να τραγουδήσει και επιλεγμένα
κομμάτια. Οι ερμηνείες τους είναι δυνατές και σπαρακτικές και αν και διακρίναμε
κάποιες ερμηνευτικές αδυναμίες τους το συγχωρούμε κρίνοντας από το συνολικό αποτέλεσμα.
Στους ρόλους τον αντρών ξεχώρισε με την στιβαρή και καθηλωτική ερμηνεία του ο
Δημήτρης Βασιλειάδης στο ρόλο του επιτρόπου , ενώ επαρκείς ήταν οι Στέργιος
Κωνσταντζίκης ως κυβερνήτης και Δημήτρης Ελιάς ως εφημέριος.
Ο Δημήτρης Βασιλειάδης
επιμελήθηκε επίσης την κίνηση και την κατασκευή των σκηνικών και των μασκών. Τα κοστούμια ,
αντιπροσωπευτικά της εποχής κατασκεύασε η Άννα Καλαϊτζίδου, ενώ ιδιαίτερα
εντυπωσιακό ήταν το μακιγιάζ που φρόντισε η Anassa Beauty.
Κι αν το έργο αυτό ακούγεται
βαρύ, μη σας απασχολεί. Δίνει με τόσο εξαίσιο και γλαφυρό τρόπο τις τραγικές
καταστάσεις, με τόση σαφήνεια και καθαρότητα τα δραματικά γεγονότα και αφήνει τόσο
ξεκάθαρα και δυνατά μηνύματα που σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το δείτε. Αξίζει
πραγματικά!!
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δουμανίδου
Κείμενο: Μαρία Ράπτη
Κίνηση: Δημήτρης Βασιλειάδης
Τραγούδι: Νατάσα Κοψαχείλη
Σκηνικά – Κοστούμια: Θέατρο του ‘Αλλοτε
Δημιουργία αφίσας: Φωτεινή Φιλοξενίδου
Προωθητικό video: Τόμης Βρακάς
Φωτογραφίες: Λάμπρος Καζάν
Διανομή
Mari Jogensdatter: Θεοδώρα Κωστάκου
Kirsti Sorensdatter: Τατιάνα Οικονόμου
Else Knutsdatter: Βάλια Γκαγκάτση
Maren Olsdatter: Μαρία Σεμερτζίδου
Ingeborg Iversdatter: Βαρβάρα Δουμανίδου
Anne Larsdatter: Νατάσα Κοψαχείλη
John Cunningham: Στέργιος Κωνσταντζίκης
Jens Randulf: Δημήτρης Βασιλειάδης
Peter Magnus: Δημήτρης Ελιάς