Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Εξαιρετική, καλλιτεχνική «ΑΓΓΕΛΑ»


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου




Μια υπέροχη τοιχογραφία των κατώτερων στρωμάτων της μετεμφυλιακής Ελλάδας είναι το έργο «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Και μια εξαιρετική, τελείως αντισυμβατική παράσταση είναι αυτή η «Αγγέλα» του σκηνοθέτη Δημήτρη Μπίτου και του Κ.Θ.Β.Ε., μακριά τελείως από παλιά ανεβάσματα, ηθογραφίες και κλισέ.

Η «Αγγέλα» γράφτηκε από τον Σεβαστίκογλου το 1957 στη Μόσχα, όπου και ανέβηκε το επόμενο έτος. Στην Ελλάδα παίχτηκε για πρώτη φορά το 1964 από το Θέατρο Τέχνης. Το έργο παρουσιάζει τον μικρόκοσμο μιας ομάδας υπηρετριών της Αθήνας που εργάζονται σε πλούσια σπίτια και των κοντινών τους προσώπων. Φτώχεια, μιζέρια, καταπίεση από τα αφεντικά και κουτσομπολιά συζητήσεις, μικρορήξεις και τσακωμοί ανάμεσα στις κοπέλες. Για τα κορίτσια αυτά όλη η χαρά είναι μόνο το εξάωρο της Κυριακής, 4 με 10 το βράδυ που έχουν έξοδο. Παρ’ όλα αυτά ποθούν να αγαπήσουν και να ερωτευτούν, να αγκαλιάσουν και να αγκαλιαστούν, να ζήσουν  και να ακούσουν ωραία λόγια. Γι’ αυτό πολύ συχνά πέφτουν θύματα επιτήδειων αντρών. Κι όμως, η αγάπη και ο έρωτας ανθίζουν γιατί το απαιτούν οι καρδιές, γιατί το λαχταρούν τα κορμιά και τίποτε δεν μπορεί να το σταματήσει.

Μια νεαρή υπηρέτρια, η Τασούλα αυτοκτονεί πέφτοντας από τον έκτο όροφο. Γιατί άραγε; Τότε τη θέση της παίρνει η δεκαεπτάχρονη Αγγέλα, που μόλις έχει έρθει από το χωριό. Ο Λάμπρος, αδερφός της Τασούλας, επιστρέφει από το στρατό και σύντομα οι δυο νέοι ερωτεύονται. Ο Λάμπρος αναζητά τα αίτια της αυτοκτονίας της αδερφής του και ζητά να πάρει εκδίκηση από αυτόν που ευθύνεται για τα βάσανα και τον θάνατό της. Γύρω από τους βασικούς ήρωες εμφανίζονται μια σειρά ανθρώπων που τους περιβάλλουν, υπηρέτριες όπως η Φανή που επιθυμεί διακαώς να κάνει οικογένεια και ο σύντροφός της αστυνόμος Μένιος, η Γεωργία ερωτευμένη τυφλά με τον σκοτεινό τύπο Στράτο που την κακομεταχειρίζεται, η Νέρα που ονειρεύεται να γίνει σταρ του σινεμά και η Άννα. Καθώς η υπόθεση εξελίσσεται αργά σαν αστυνομική ταινία, η αγωνία κορυφώνεται στην αναζήτηση του υπεύθυνου για τον θάνατο της Τασούλας και ο συγγραφέας διαχειρίζεται άριστα την εξέλιξη κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον.

Αυτό όμως που κάνει την παράσταση να ξεχωρίζει πραγματικά είναι η αφαιρετική και ταυτόχρονα σαγηνευτική σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Μπίτου. Ένα τσούρμο άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στη μικρή σκηνή με τους θεατές γύρω γύρω και σαν μια γερά δεμένη ομάδα αποδίδουν τα δρώμενα σε ένα  ευφάνταστο και πρωτότυπο σκηνικό, έναν επικλινή διάδρομο από ξύλο που περιβάλλεται από μεταλλική κατασκευή σαν μοντέρνο έργο τέχνης. Οι ηθοποιοί είναι κλόουν ή μοιάζουν με κλόουν. Αυτοί που θα έπρεπε να γελάνε, αλλά κλαίνε. Έχουν μπογιατισμένα λευκά τα πρόσωπα και έντονα κόκκινα τονισμένα τα χείλια. Ίσως για να κρύψουν τον πόνο τους. Μπαίνουν και βγαίνουν στη σκηνή, ανεβοκατεβαίνουν, φωτίζονται η σκοτεινιάζουν, κινούνται πέρα δώθε και καθώς υποδύονται, μια αναδύονται και μια παραμένουν στο βάθος ακίνητοι. Η παράσταση εμπλουτίζεται με πολλά σκηνοθετικά ευρήματα που εντυπωσιάζουν, παγωμένα πρόσωπα,  αργή κίνηση, αυτοσχέδια γλέντια, κραυγές και κρότους και άλλα πολλά, που αποδίδουν αυτό το ζοφερό και θλιβερό περιβάλλον με ένα ιδιότυπο  στυλ, χωρίς όμως να του στερούν την ουσία του και ξεφεύγοντας απόλυτα από τις συνηθισμένες αποδόσεις. Τα κοστούμια, μονόχρωμα σα στολές εργασίας, με μαύρες κορδέλες και περιβραχιόνια ίσως για το πένθος της Τασούλας ή ίσως γιατί η ζωή των ηρώων είναι συνέχεια πένθιμη. Τα σκηνικα και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Νέλλη Σφακιανάκη.  

Όμως, κάτι ακόμη που χαρακτηρίζει την παράσταση και αποδίδει στην εντέλεια το κλίμα της εποχής είναι το πλήθος από ρεμπέτικα τραγούδια που ακούγονται, άλλοτε από μόνα τους και άλλοτε σαν υπόκρουση γλυκαίνοντας την με τους ήχους τους μα και βάζοντας λίγο περισσότερο πόνο και συναίσθημα. Τα τραγούδια ερμηνεύουν ζωντανά με μπουζούκι και κιθάρα ο Γιάννης Καραμφίλης και η Νάντια Παυλίδου.

Στο ρόλο της Αγγέλας, της αταλάντευτης και ασυμβίβαστης ηρωίδας που δεν το βάζει κάτω και  δεν υποκύπτει εκεί που οι άλλες γυναίκες το κάνουν, είναι η άριστη Ιωάννα Παγιατάκη. Η ερμηνεύτρια μεταμορφώνεται ιδανικά στη νεαρή ηρωίδα και φαίνεται ξεκάθαρα εκεί η τεράστια υποκριτική εμπειρία της. Τα εκφραστικά μάτια της, τα γεμάτα πόνο μα και δύναμη ταυτόχρονα, έμειναν χαραγμένα στο μυαλό μου. Μαζί της, στο ρόλο του Λάμπρου, ο Νίκος Δροσόπουλος στάθηκε ήρεμος, σταθερός, στιβαρός, με συγκρατημένο πρόσωπο, χωρίς εξάρσεις. Το ρόλο της Φανής ερμήνευσε σπαρακτικά η Θεοδώρα Έλλη Αθανασοπούλου, ενώ απόλυτα δυναμική ήταν η Μελίνα Αποστολίδου ως Γεωργία. Εξίσου καλές και η Ζωή Ευθυμίου ως Νέρα και Ελένη Μιχαηλίδου ως Άννα. Ο Θοδωρής Πολυζώνης ερμήνευσε ιδιαίτερα τον Μένιο μα και κάποιους άλλους μικρούς  ρόλους και άφησε το στίγμα του, ενώ ως Τζόκερ καρικατούρα χάρισε το πρόσωπό του και στην αφίσα της παράστασης. Θα αναφέρω τέλος τον Ιορδάνη Αϊβάζογλου που ξεχώρισε ως Στράτος και θα μείνω στο ασταμάτητο μειδίαμα στο πρόσωπό του που το απέδωσε άψογα από την αρχή ως το τέλος, οπότε και καταλαβαίνουμε τον λόγο ύπαρξής του.

Το έργο φώτισε ο Νύσος Βασιλόπουλος.

Η Αγγέλα είναι μια παράσταση που αξίζει να δείτε! Αφενός γιατί παραμένει σταθερά επίκαιρη μιας και ένα από τα ζητήματα που θίγει είναι η καταπίεση και ο εκφοβισμός των γυναικών που δυστυχώς ακόμη και στις μέρες μας καλά κρατεί. Αφετέρου και κυρίως για αυτό, γιατί πρόκειται για μια πρωτότυπη , εξαιρετική, ιδιαίτερης αισθητικής σκηνοθετική απόδοση που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και θα σας μείνει αξέχαστη.


Συντελεστές

Δραματουργική επεξεργασία- Σκηνοθεσία: 
Δημήτρης Μπίτος
Σκηνικά- Κοστούμια: 
Νέλλη Σφακιανάκη
Φωτισμοί: 
Νύσος Βασιλόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: 
Λέλα Μεντεκίδου
Βοηθός Σκηνογράφου-ενδυματολόγου: 
Χριστίνα Θαλασσά
Οργάνωση παραγωγής: 
Μαριλύ Βεντούρη

Παίζουν οι ηθοποιοί: 
Θεοδώρα - Έλλη Αθανασοπούλου (Φανή, Κυρία Παπά), Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Στράτος), Μελίνα Αποστολίδου (Γεωργία), Νικόλας Δροσόπουλος (Λάμπρος), Ζωή Ευθυμίου (Νέρα), Γιάννης Καραμφίλης (Εϊβαλάδες), Ελένη Μιχαηλίδου (Άννα), Ιωάννα Παγιατάκη (Αγγέλα), Θοδωρής Πολυζώνης (Μένιος, Γκαρσόνι)

Μουσικοί επί σκηνής: 
Γιάννης Καραμφίλης (Μπουζούκι, φωνή), Νάντια Παυλίδου (Κιθάρα, φωνή)


Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Συνταρακτικές «ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΒΑΡΝΤΕ».


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου


Ένα συνταρακτικό έργο, γροθιά στο στομάχι για τα όσο θλιβερά έχουν υποφέρει οι γυναίκες λόγω του φύλου τους στο  παρελθόν είναι «Οι μάγισσες του Βάρντε» της Μαρίας Ράπτη, που ανεβαίνει στο Θέατρο Αυλαία από το Θέατρο του Άλλοτε.

Το έργο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν το 1617. Μια χούφτα γυναίκες στο παραθαλάσσιο χωριό Βάρντε της Νορβηγίας αντιμετωπίζουν μια πραγματική τραγωδία. Μια ξαφνική καταιγίδα και απότομη θαλασσοταραχή έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους σχεδόν όλοι οι άντρες της κοινότητας,  καθώς 40 από αυτούς πνίγονται την ώρα που ψάρευαν. Οι γυναίκες αφού θρηνούν και πενθούν για ένα διάστημα, παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους αναλαμβάνοντας πλέον όλες τις εργασίες, ακόμη και τις παραδοσιακά αντρικές όπως ψάρεμα, σφάξιμο ζώων και επισκευές σπιτιών γιατί αυτή είναι η μόνη λύση για να επιβιώσουν. Και τότε ο εφημέριος και ο κυβερνήτης της περιοχής ως μέλη μιας ανδροκρατούμενης και γεμάτης προλήψεις κοινωνίας αρχίζουν να τις κατηγορούν για μαγεία και πως αυτές, συμπράττοντας με το διάβολο, προκάλεσαν την ξαφνική και αναπάντεχη κακοκαιρία και το μαζικό χαμό των αντρών.  Στην περιοχή καταφθάνει και ένας ειδικός επίτροπος κυνηγός μαγισσών. Οι γυναίκες τρομοκρατούνται και βασανίζονται φρικτά και εξαναγκάζονται να ομολογήσουν την υποτιθέμενη ενοχή τους.  

Η υπόθεση από μόνη της είναι συγκλονιστική, όμως αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε στο έργο αυτό είναι η αριστοτεχνική μεταφορά της ιστορίας αυτής στο θέατρο από την Μαρία Ράπτη. Με μικρά επεισόδια  και σύντομους και λιτούς αλλά καίριους διαλόγους καταθέτει ένα έργο δυνατό και ξεκάθαρο εκθέτοντας με σαφήνεια την ουσία και μόνο την ουσία. Κάθε μια από τις έξι πρωταγωνίστριες έρχεται στο επίκεντρο, εκβιάζεται, βασανίζεται και στο τέλος οδηγείται στο να ομολογήσει πράγματα που δεν έκανε και όλα αυτά πετυχαίνονται πειστικά και  παραστατικά, με λίγα λόγια που όμως τα λένε όλα. Μέσα από τους επιλεγμένους διαλόγους και το στήσιμο του έργου φωτίζεται απίθανα το παιχνίδι αυτό της εξουσίας, ενώ ξεχειλίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι της εποχής, η τρομοκρατία, η αδικία, η απόγνωση των γυναικών, ο άφατος πόνος και το αδιέξοδο.

Το έργο είναι ένα σκληρότατο μήνυμα για τη θέση της γυναίκας, που ήταν για αιώνες το αδύναμο, το δεύτερο φύλο. Και δυστυχώς εξακολουθεί να παραμένει αν αναλογιστούμε τα όσα τραγικά υποφέρουν μέχρι σήμερα εκατομμύρια γυναίκες σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Έναν κόσμο όπου γυναίκες δολοφονούνται επειδή δεν φορούν σωστά τη μαντήλα τους,  έναν κόσμο όπου δεκάδες γυναίκες χάνουν τη ζωή τους από το χέρι του συντρόφου τους καθημερινά χωρίς λόγο και αιτία, όπου ακόμη και αν δεν καλούνται μάγισσες υφίστανται βιασμούς, καταναγκαστικούς γάμους, κλειτοριδεκτομές και τόσα άλλα και υποφέρουν κατάφορες αδικίες.  Και είναι μια βαθιά πληγή το πόσο επίκαιρο παραμένει το έργο αυτό, «Οι μάγισσες του Βάρντε», ακόμη και στον 21ο αιώνα.

Το έργο σκηνοθετείται από την Βαρβάρα Δουμανίδου και αποδίδεται απόλυτα  δραματικά γιατί είναι αντικειμενικά και εκκωφαντικά δραματικό. Με σκοτάδια, υπόκωφους και τρομακτικούς ήχους, υποβλητικές μουσικές, τύμπανα, συρσίματα και κραυγές που ακούγονται κυρίως ανάμεσα στα επεισόδια προβάλλοντας ρεαλιστικά την ζοφερή ατμόσφαιρα και την ωμή πραγματικότητα. Με ολοζώντανα, παραστατικά δρώμενα όπως αυτό του ονείρου του επιτρόπου ή  των μεταμορφωμένων σε ζώα μαγισσών. Και με τραγικές , σκοτεινές εικόνες και δράσεις.

Το στενό, μικρό παραθυράκι που ανοίγει στιγμιαία σε καθένα από τα σπιτάκια των γυναικών  και πίσω του εμφανίζονται μόνο τα μάτια της κάθε γυναίκας παραπέμπει στο άνοιγμα της μπούργκας των ισλαμικών χωρών, σύμβολο καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Υπέροχο σκηνοθετικό εύρημα.

Το ανατρεπτικό, αιρετικό τέλος , που σίγουρα δεν είναι το πραγματικό τέλος της ιστορίας, δίνει ανάσες οξυγόνου σε όλη την τοξικότητα και την πνιγμονή που περιβάλλει το έργο και δίνει αναμφίβολα το μήνυμα πως κάτι μπορεί και πρέπει να αλλάξει.

Οι ηθοποιοί καλούνται να αποδώσουν δύσκολους ρόλους, κυρίως οι έξι κατηγορούμενες γυναίκες που στα τελευταία επεισόδια είναι συντετριμμένες και εξαθλιωμένες ως θύματα εκβιασμού και κακοποίησης. Τους γυναικείους ρόλους αποδίδουν οι Θεοδώρα Κωστάκου, Τατιάνα Οικονόμου, Βάλια Γκαγκάτση, Μαρία Σεμερτζίδου, Βαρβάρα Δουμανίδου και Νατάσα Κοψαχείλη, που αναλαμβάνει να τραγουδήσει και επιλεγμένα κομμάτια. Οι ερμηνείες τους είναι δυνατές και σπαρακτικές και αν και διακρίναμε κάποιες ερμηνευτικές αδυναμίες τους το συγχωρούμε κρίνοντας από το συνολικό αποτέλεσμα. Στους ρόλους τον αντρών ξεχώρισε με την στιβαρή και καθηλωτική ερμηνεία του ο Δημήτρης Βασιλειάδης στο ρόλο του επιτρόπου , ενώ επαρκείς ήταν οι Στέργιος Κωνσταντζίκης ως κυβερνήτης και Δημήτρης Ελιάς ως εφημέριος.

Ο Δημήτρης Βασιλειάδης επιμελήθηκε επίσης την κίνηση και την κατασκευή των σκηνικών και των μασκών. Τα κοστούμια , αντιπροσωπευτικά της εποχής κατασκεύασε η Άννα Καλαϊτζίδου, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακό ήταν το μακιγιάζ που φρόντισε  η Anassa Beauty.

Κι αν το έργο αυτό ακούγεται βαρύ, μη σας απασχολεί. Δίνει με τόσο εξαίσιο και γλαφυρό τρόπο τις τραγικές καταστάσεις, με τόση σαφήνεια και καθαρότητα τα δραματικά γεγονότα και αφήνει τόσο ξεκάθαρα και δυνατά μηνύματα που σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το δείτε. Αξίζει πραγματικά!!


Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δουμανίδου
Κείμενο: Μαρία Ράπτη
Κίνηση: Δημήτρης Βασιλειάδης
Τραγούδι: Νατάσα Κοψαχείλη
Σκηνικά – Κοστούμια: Θέατρο του ‘Αλλοτε
Δημιουργία αφίσας: Φωτεινή Φιλοξενίδου
Προωθητικό video: Τόμης Βρακάς
Φωτογραφίες: Λάμπρος Καζάν

Διανομή
Mari Jogensdatter: Θεοδώρα Κωστάκου
Kirsti Sorensdatter: Τατιάνα Οικονόμου
Else Knutsdatter: Βάλια Γκαγκάτση
Maren Olsdatter: Μαρία Σεμερτζίδου
Ingeborg Iversdatter: Βαρβάρα Δουμανίδου
Anne Larsdatter: Νατάσα Κοψαχείλη
John Cunningham: Στέργιος Κωνσταντζίκης
Jens Randulf: Δημήτρης Βασιλειάδης
Peter Magnus: Δημήτρης Ελιάς

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

«Αμερικάνικος βούβαλος», μια μικρή ιστορία του υποκόσμου.


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου

Μια παρέα τριών μικροαπατεώνων στην Αμερική του 1970 συναντιέται συχνά πυκνά στο παλαιοπωλείο που διατηρεί ο ένας από αυτούς. Η ζωή τους κυλά με τα καθημερινά μα και με συνεχείς σκέψεις και προσπάθειες να πιάσουν την καλή σχεδιάζοντας ένα μεγάλο κόλπο. Έτσι, ένα τάλιρο , ένα μικρό νόμισμα που παριστάνει έναν αμερικάνικο βούβαλο έρχεται κάποια στιγμή στο επίκεντρο. Το νόμισμα ανακαλύπτει στις προθήκες του παλαιοπωλείου ένας άγνωστος άντρας και ω του  θαύματος το αγοράζει πολλά περισσότερα χρήματα από την πραγματική του αξία με την δικαιολογία ότι είναι κάπως ελαττωματικό, διαφορετικό από τα υπόλοιπα και άρα σπάνιο.

Το παραπάνω γεγονός γίνεται η αιτία ο παλαιοπώλης να βάλει στο μάτι τον αγοραστή με στόχο να τον ληστέψει, πιστεύοντας πως στο σπίτι του θα κρύβει μια ολόκληρη συλλογή από τέτοια διαφορετικά νομίσματα μεγάλης αξίας. Το κόλπο στήνει ο ίδιος εμπλέκοντας και τους άλλους δύο φίλους του.

Ο πρώτος της παρέας , ο παλαιοπώλης Ντον, είναι ένας κομπιναδόρος μα όπως φαίνεται ο πιο ηθικός από όλους, αρκετά πονόψυχος, με αληθινά ψήγματα ανθρωπιάς. Μοιάζει να  νοιάζεται για τους άλλους και κυρίως για τον νεαρό βοηθό του Μπομπ. Ο μικρός Μπομπ από την άλλη μοιάζει εκ πρώτης όψεως εντελώς αδαής και αφελής, στο βάθος όμως είναι καλός μαθητής στην παρανομία, έχει ποτιστεί κι αυτός  από τη διαφθορά και διεκδικεί να λάβει ενεργό μέρος στο κόλπο. Τέλος, η κυρίαρχη προσωπικότητα του έργου, ο δάσκαλος, ο πιο αδίσταχτος από τους τρεις, υπερβολικά καχύποπτος και επαγγελματίας συκοφάντης, σκάβει συνεχώς το λάκκο των υπόλοιπων και κομπάζει πως είναι ο καλύτερος διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία στα τεκταινόμενα.

Η υπόθεση εξελίσσεται την ίδια ημέρα στον ίδιο χώρο με τους τρεις ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στη σκηνή. Καθώς οι χαρακτήρες εναλλάσσονται αναμασώντας κάποια στιγμή τα ίδια λόγια και τα ίδια σημεία σύγκρουσης η υπόθεση τείνει να γίνει λίγο κουραστική με κάποιες επαναλήψεις. Όμως, στη βάση του έργου και σταδιακά ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας του θεάτρου και του κινηματογράφου David Mamet στήνει αριστοτεχνικά ένα ιδιόμορφο παζλ χαρακτήρων του υποκόσμου που διεκδικούν μια θέση στο αμερικάνικο όνειρο. Οι άντρες αυτοί, καθένας με τις ιδιαιτερότητες και την ιδιοσυγκρασία του σχεδιάζουν την κομπίνα διεκδικώντας τα κέρδη, μια υποτιθέμενη ομάδα όπου όμως κυριαρχεί ο εαυτός και τα μικροσυμφέροντα του καθενός,  καθώς  προσπαθούν  να επωφεληθούν ατομικά και να τη φέρουν ο ένας στον άλλο. Μια παρέα που θα έπρεπε να είναι  δεμένη για έναν κοινό έστω και ανόσιο σκοπό,  όμως δεν τους αφήνουν οι μικρότητες και οι αδυναμίες των χαρακτήρων. Ένα έργο, οξύ κοινωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, τους ταπεινούς και καταφρονημένους που φλερτάρουν με την παρανομία και μαστίζονται από την ανηθικότητα.

Ο Θανάσης Σαράντος σκηνοθετεί με τη γνωστή του αφοσίωση άλλον έναν από τους αγαπημένους του αμερικανούς συγγραφείς που τόσο του ταιριάζουν, αποδίδοντας  εξαίσια το μικροκλίμα της εποχής αλλά και την ψυχοσύνθεση των ηρώων. Πρόκειται για μια ατμοσφαιρική σκηνοθεσία. Το έργο επ’ ουδενί δεν είναι αστείο. Όμως, οι ήρωες με τις απανωτές μικρότητες στις οποίες υποπίπτουν φέρνουν συχνά το γέλιο στον θεατή. Η υπόθεση  διανθίζεται με αρκετό χιούμορ, όμως  σκηνοθετείται όχι σαν μια φαιδρή αλλά σαν μια πικρή ιστορία ενώ στην πραγματικότητα είναι και φαιδρή. Αναρωτήθηκα αλήθεια πώς θα ήταν αν είχε ειδωθεί από μια πιο κωμική σκοπιά. Πάντως, το απρόβλεπτο αίσιο τέλος όπου οι ήρωες την ύστατη στιγμή ενώνονται για να σώσουν τον νεαρότερο δίνει στην πικρή αυτή ιστορία μια γλυκιά νότα.

Ένα από τα ατού της παράστασης είναι αναμφίβολα οι δυναμικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών που αποδίδουν εξαιρετικά τους ρόλους καταθέτοντας τον καλύτερο εαυτό τους.  

Ο Θανάσης Σαράντος στο ρόλο του δάσκαλου είναι πραγματικά πληθωρικός, παθιασμένος και έντονα εκφραστικός. Επιστρατεύει με ζέση όλα τα εκφραστικά του μέσα, κινήσεις και εκφράσεις του προσώπου για να αποδώσει μια ιδιαίτερα σκληρή και σκοτεινή προσωπικότητα.

Ο Χριστόδουλος Στυλιανού στο ρόλο του Μπομπ ερμηνεύει με πραγματικό πάθος και ένταση τον μικροαπατεώνα παλαιοπώλη με τα έντονα στοιχεία ανθρωπιάς. Είναι εκρηκτικός, δυναμικός με σπινθηροβόλο βλέμμα όταν φτάνει στα όριά του και η περίσταση το απαιτεί, ενώ ταυτόχρονα και βαθιά συναισθηματικός όταν χρειάζεται.

Τέλος ο Πάρης Σκαρτσολιάς στο ρόλο του Μπομπ ερμηνεύει με επιδεξιότητα και εσωστρέφεια, μαζεμένος, κρυφός, με έντονες συσπάσεις στο χαμηλωμένο του πρόσωπο.

Το εντυπωσιακό πλούσιο σε σκηνικά κομμάτια, απλωμένο,  παρακμιακό σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου απεικονίζει ένα παλαιοπωλείο με διάφορα παλαιά αντικείμενα προς πώληση ταξινομημένα σε ομάδες. Πρόκειται για ένα προσεγμένο αληθινό μα και  συμβολικό ταυτόχρονα σκηνικό, όπου η πραγματική φθορά των αντικειμένων  είναι ένας άμεσος καθρέφτης της αποσύνθεσης και της φθοράς των ίδιων των ανθρώπων και της κοινωνίας. Τα με γούστο φτιαγμένα ρούχα εποχής της ίδιας δημιουργού είναι λίγα και καλά, αντιπροσωπευτικά της περιόδου καθώς αποπνέουν το ανάλογο χρώμα.

Τους κατάλληλους φωτισμούς στο έργο επιμελήθηκε o ίδιος ο σκηνοθέτης.

Ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» είναι μια άριστα επιμελημένη ατμοσφαιρική παράσταση,  μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πειστική απεικόνιση ενός παρακμιακού κόσμου που εντυπωσιάζει τον θεατή, εντυπώνεται στη μνήμη του  και τον απασχολεί για μέρες.


Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου 
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος 
Σκηνικό- Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική-Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Κακαβούλας
Βοηθός σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης

Σύμβουλος δραματουργίας: Μάρκος Τσούμας
Παραγωγή: Ηθικόν Ακμαιότατον ΑΜΚΕ
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will

Παίζουν οι: Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος), Χριστόδουλος Στυλιανού(Ντον), Πάρης Σκαρτσόλιας (Μπομπ)

 

 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

«ΤΑ ΤΡΕΛΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ», μια απίστευτη κωμικοτραγική φάρσα.

 

Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου



«Τρελά βατράχια»! Ένα έργο με ευφάνταστη υπόθεση, που όσο κι αν μοιάζει προϊόν μιας πλούσιας φαντασίας η βάση του είναι στ’ αλήθεια πέρα για πέρα αληθινή.

Όταν αναφερόμαστε στα τρελά βατράχια εννοούμε μια περιορισμένη ομάδα  βατραχιών, που όταν χαλάει ο καιρός, ενώ η πλειοψηφία τραβά για το νότο αυτά κατά έναν περίεργο τρόπο απομονώνονται και πάνε αντίθετα στο ρεύμα. Κανείς δε γνωρίζει το γιατί. Κι όμως! Σ’ αυτά τα τρελά βατράχια οφείλεται η διάσωση του είδους όταν τύχει η βασική ομάδα τους να πληγεί από φυσικές καταστροφές. Τα τρελά βατράχια τώρα στην υπόθεσή του έργου είναι οι ελάχιστοι άνθρωποι που όταν οι πολλοί, η μάζα πάνε όλοι μαζί ακολουθώντας τις επιταγές μιας εξουσίας ακόμη κι αν αυτές είναι απόλυτα παράλογες, αυτοί παραμένουν ανυπότακτοι, βρίσκουν το σθένος και εναντιώνονται υπερασπιζόμενοι το σωστό, τολμούν  να αντιδράσουν και να ξεσηκωθούν και έτσι μοναχικά δίνουν τη μάχη τους για το δίκαιο.

Το έργο εμπνεύστηκε μια νεαρή γαλλίδα , η Melody Mourey μελετώντας ιστορία, όταν έτυχε να διαβάσει  για μια ιδιαίτερη περίπτωση αντίστασης κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Πολωνία λοιπόν, όπου και ανακαλύφθηκε το εμβόλιο του τύφου, την εποχή αυτή δυο γιατροί χάρη στις παρατηρήσεις τους εμπνέονται ένα κόλπο για να σώσουν τους Εβραίους που κινδυνεύουν με απέλαση. Σύντομα γίνονται συνένοχοι τους και μια ομάδα συγχωριανών τους, οι οποίοι παριστάνουν τους αρρώστους. Η περιοχή μπαίνει σε καραντίνα μαζί με άλλες γειτονικές περιοχές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά κάποια τρελά βατράχια καταφέρνουν να σώσουν τη ζωή περίπου οκτώ χιλιάδων Εβραίων. Κι εδώ εφαρμόζεται σίγουρα η ρήση του έργου: «Ορισμένα ψέματα είναι για καλό».

Η παράσταση «Τα τρελά βατράχια» είναι πολλαπλά επίκαιρη. Πρώτον γιατί συμπίπτει με την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και της έναρξης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα και δίνει με την ευκαιρία αυτή ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα. Δεύτερον μας απευθύνεται τώρα, που εδώ και δύο χρόνια βιώσαμε και βιώνουμε στο πετσί μας μια πραγματική πανδημία και έτσι η εμπειρία της είναι περισσότερο κοντά μας και περισσότερο έντονη. Και τέλος, μα ίσως και το σημαντικότερο, έρχεται σε μια στιγμή που κάποια τρελά βατράχια όχι μακριά από εδώ, μάχονται λυσσαλέα για ελευθερία και δημοκρατία, μάχονται μέχρι θανάτου κόντρα στο ρεύμα και παρά τις εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες  και μιλώ για τις γυναίκες στο Ιράν.

Μετά τα παραπάνω θα φαντάζεστε ίσως πως το έργο είναι μια βαριά και ζοφερή ιστορία πολέμου, όπου μέσα στο άγχος και την πίεση των συνθηκών κάποιοι αγωνίζονται να σωθούν. Κι όμως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το έργο δεν είναι ένα δράμα μα σχεδόν μια κωμωδία. Κι αυτό χάρη στην ταλαντούχα γαλλίδα Melody Mourey, που όχι μόνο το γράφει αλλά και το σκηνοθετεί με παιγνιώδη διάθεση, με πολύ χιούμορ, με αρκετές κωμικές σκηνές και επεισόδια. Το σωματικό θέατρο εισβάλλει στην ιστορία και χάρη στις υπέροχες και αστείες κινήσεις που επιμελήθηκε η Νίνα Δίπλα τη βοηθά να αποβάλλει  το μεγάλο βάρος και της δίνει μιαν αναπάντεχη ελαφρότητα. Μαζί και οι ανάλογες ερμηνείες των ηθοποιών που συχνά γίνονται από αστείες ως ξεκαρδιστικές. Είναι αλήθεια πως η σκηνοθέτρια φτάνει στιγμές ίσως στην υπερβολή. Ακόμη και χαμηλότερες δόσεις χιούμορ θα ήταν επαρκείς μιας και η υπόθεση είναι στην πραγματικότητα πολύ σοβαρή, αναμφίβολα όμως στόχος της δεν είναι να γελοιοποιήσει το θέμα αλλά να ξορκίσει το κακό.  Το έργο εξελίσσεται εντέλει  σε μια κωμικοτραγική φάρσα ενώ  το κείμενο που παρακολουθούμε είναι ταυτόχρονα γεμάτο σοφές κουβέντες και σκέψεις για τη ζωή, τον πόλεμο, το θάνατο. Τα «τρελά βατράχια» μεταφράζει με σαφήνεια, καθαρότητα μα και τόλμη και μπρίο ο Γιώργος Βουδικλάρης.

Το έργο παίχτηκε για περισσότερες από 500 παραστάσεις στο Παρίσι και τώρα έρχεται δυναμικά και στη Θεσσαλονίκη μεταφέροντας μιαν ανάσα πρωτοτυπίας και έμπνευσης.

«Τα τρελά βατράχια» εξελίσσονται μέσα σε ένα ευέλικτο, λιτό και ιδιαίτερα καλαίσθητο σκηνικό διπλής όψης σε δύο κομμάτια, τα οποία και μετακινούνται συνεχώς από τους ίδιους τους ηθοποιούς ώστε να καλύψουν τις σκηνικές ανάγκες. Το σκηνικό επιμελήθηκε η Helie Chomiac.

Τα κοστούμια της Δανάης Πανά είναι τα περισσότερα αντιπροσωπευτικά εποχής με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, ενώ αίσθηση κάνουν και τα στρατιωτικά. Το βλέμμα μαγνητίζει το κόκκινο κοστούμι της Άννας Λαζόφσκι, αλλά και κάποια κόκκινα στοιχεία στα ρούχα των σύγχρονων νεαρών που εμφανίζονται στην έναρξη. Αυτό το κόκκινο είναι σαν να μας κλείνει το μάτι, ένα κόκκινο πανί που ξεχωρίζει, ακριβώς σαν τα τρελά βατράχια.

Η μουσική του Simon Meuret, σχεδόν κινηματογραφική συμπληρώνει τη δράση και υπερτονίζει τις στιγμές έντασης και αγωνίας. Τέλος τους προσεγμένους φωτισμούς του έργου επιμελήθηκε ο Στέλιος Τζολόπουλος.

Ο Γιάννης Χαρίσης στο ρόλο του αφηγητή είναι έτσι όπως πρέπει. Πειστικός, σοβαρός κατά κανόνα μα και πιο αστείος και χαλαρός όταν χρειάζεται. Ο Στέλιος Καλαϊτζής στο ρόλο του γιατρού Ευγένιου Λαζόφσκυ ερμηνεύει με πάθος, ενθουσιασμό και έμπνευση που ταιριάζουν γάντι στον ιδεολόγο, παρορμητικό και ανυπότακτο χαρακτήρα του, τον αφοσιωμένο στη ζωή και την επιστήμη.  Ο Θάνος Φερετζέλης στο ρόλο του Σταν Ματούλεβιτς είναι στ’ αλήθεια η χαρά της ζωής και μεταφέρει την ανέμελη και έξω καρδιά προσωπικότητά του με ταλέντο ιδιαίτερα στις ευφάνταστες κωμικές σκηνές, όπου κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση. Απολαυστικός είναι και ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης, μια απόλυτα κωμική φυσιογνωμία που κάνει αίσθηση στους τρεις ρόλους που ερμηνεύει. Τέλος εξαιρετική είναι και η ερμηνεία του Θάνου Κοντογιώργη στο ρόλο του λοχαγού Στάινμαν.

Η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, σαν Ανασταζί Λαζόφσκυ είναι φυσική , ζωντανή, ανέμελη και υποστηρίζει το νεαρό της ηλικίας της. Η Χριστίνα Κωνσταντινίδου, ως Άννα Λαζόφσκυ είναι αυθόρμητη και αφοσιωμένη. Η Βιργινία Ταμπουροπούλου στο ρόλο της Ρεμπέκας Λάσκι μεταμορφώνεται με μεγάλη επιτυχία από απόλυτα σοβαρή σε εντελώς κωμική όταν αυτό χρειάζεται. Το θίασο συμπληρώνουν επάξια οι Αντώνης Αντωνάκος, Κορίνα Βασιλοπούλου, Εύη Κουταλιανού και Βασίλης Παπαδόπουλος που ερμηνεύουν περισσότερους από έναν ρόλους.

«Τα τρελά βατράχια» είναι ένα έργο στ’ αλήθεια σοβαρό όσον αφορά την ουσία και το περιεχόμενό του μα και ταυτόχρονα κωμικό, μια απίστευτη φάρσα που εμπνέεται και υλοποιεί άξια μια εξαίρετη νεαρή γαλλίδα δημιουργός. Έρχεται στη Θεσσαλονίκη με πραγματικό αέρα Παρισιού, να μας αφυπνίσει μα και να κλέψει τις καρδιές και να φωτίσει τα βράδια μας. Μη χάσετε την ευκαιρία να το απολαύσετε!


Συντελεστές:
Μετάφραση: Γιώργος Βουδικλάρης
Σκηνοθεσία: Mélody Mourey 
Σκηνογράφος: Hélie Chomiac
Επιμέλεια σκηνικών και κοστουμιών: Δανάη Πανά
Μουσική: Simon Meuret
Καλλιτεχνική βοηθός- χορογράφος: Νίνα Δίπλα
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλέξιος Τζίμας
Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Αντώνης Αντωνάκος (Ναζί 1/Σταθμάρχης/Τηλεφωνήτρια/Κάτοικος χωριού), Σταυρούλα Αραμπατζόγλου (Ανασταζί Λαζόφσκι), Κορίνα Βασιλοπούλου (Ταχυδρόμος/ Κάτοικος χωριού/Αλμπέρ), Αλέξανδρος Ζουριδάκης (Τερέζα/ Οκτάβ/ Χίτλερ), Στέλιος Καλαϊτζής (Ευγένιος Λαζόφσκι), Θάνος Κοντογιώργης (Λοχαγός  Στάϊνμαν), Εύη Κουταλιανού (Σερβιτόρα/ Μαντλέν/ Κάτοικος χωριού), Χριστίνα Κωνσταντινίδου (Άννα Λαζόφσκι ), Βασίλης Παπαδόπουλος (Μίσα/ Ναζί 2), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Ρεμπέκα Λάσκι/ Κάτοικος χωριού), Θάνος Φερετζέλης (Σταν Ματούλεβιτς), Γιάννης Χαρίσης (Αφηγητής)



Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Αποκαλυπτικός, ατμοσφαιρικός «Ο ΦΟΝΙΑΣ»

 

Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου


Μια βαθιά και ρεαλιστική ματιά στα άδυτα του υποκόσμου και των φυλακών είναι το έργο «Ο  Φονιάς» του Μήτσου Ευθυμιάδη. Και ποιοι είναι άραγε αυτοί που αποτελούν τον υπόκοσμο; Φαίνεται πως η μοίρα κάποιων είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Διαλυμένα σπίτια, ανύπαρκτοι γονείς, φτώχια και  έτσι ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες που όλοι μπορούμε να φανταστούμε έχουν σίγουρα περισσότερες πιθανότητες να εισέλθουν στον υπόκοσμο και να ζήσουν τη φρίκη του.

Τέσσερις άνθρωποι συναντιούνται μια βροχερή νύχτα μέσα στη δεκαετία του ’70 σε ένα σπίτι για να γευματίσουν. Ο Σάββας, ο φονιάς που έχει μόλις αποφυλακιστεί από τις αγροτικές φυλακές, η αδερφή του Μαρία και ο ευυπόληπτος σύζυγός  της Γιάννης και βέβαια ο ιδιόμορφος Ταρζάν, ένα κλεφτρόνι και λαμόγιο με επιβαρυμένο  ποινικό μητρώο, πρώην συγκρατούμενος του Σάββα.

Και οι μεγαλύτερες αλήθειες και τα πιο σκληρά λόγια πρόκειται να ακουστούν από αυτού ακριβώς το στόμα, από τον ίδιο τον Ταρζάν. Βουτηγμένος από μικρή ηλικία στο βούρκο και έχοντας περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη φυλακή καταθέτει με τον πιο κυνικό τρόπο όλα όσα έζησε εκεί. Εκμετάλλευση , εκβιασμοί, καψόνια, ρουφιανιές, πρέζα, βιασμοί, βασανιστήρια και ανελέητοι ξυλοδαρμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη και ο αποστειρωμένος  Γιάννης της παρέας, ο γαμπρός του Σάββα,  φαίνεται να πέφτει από τα σύννεφα ακούγοντας τα όλα αυτά.

Μα πέρα από αυτόν τον σκοτεινό κόσμο που απογυμνώνεται μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις αφηγήσεις του Ταρζάν φαίνεται πως υπάρχουν και μια σειρά από συνταρακτικά γεγονότα που έχουν στιγματίσει τις ζωές των πρωταγωνιστών, γεγονότα που αποκαλύπτονται σιγά σιγά καθώς η ώρα περνά, η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται και τίποτα πλέον δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό. Οι συνδαιτυμόνες στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου ζητώντας να αποκαλυφθούν όλα τα παλιά μυστικά και οι εξελίξεις δείχνουν πως κανείς δεν μπορεί να παραμείνει στο απυρόβλητο. Ποιος είναι λοιπόν ο αναμάρτητος της παρέας αν τελικά υπάρχει κάποιος;

Η πλοκή του έργου είναι αριστοτεχνική και εξελίσσεται αργά και βασανιστικά. Οι πληροφορίες έρχονται σταδιακά, λίγες - λίγες και ο συγγραφέας καταφέρνει να μας κρατά σε εγρήγορση και αγωνία μέχρι τα τελευταία λεπτά που η υπόθεση φτάνει στην κορύφωσή της.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου είναι γενικά λιτή, δεν περιλαμβάνει εκπλήξεις και εστιάζει στις ερμηνείες των ηθοποιών που είναι άριστες. Η μορφή που πρωτίστως κερδίζει τις εντυπώσεις είναι αυτή του ιδιαίτερου Ταρζάν που ερμηνεύει με αξιομνημόνευτο πάθος ο Τζώνη Θεοδωρίδης. Ακροβατώντας ανάμεσα στην ελαφρότητα που έχει ένα κλεφτρόνι και την βαρύτητα της αφόρητης ζωής του στη φυλακή ο ηθοποιός αναδεικνύει μιαν εξαιρετική εσωτερική δύναμη, κατορθώνει μια υπερερμηνεία και συγκλονίζει τους θεατές.

Τον ρόλο του φονιά Σάββα αποδίδει ο Γιώργος Χριστοδούλου έμπειρος, στιβαρός, δυναμικός, με τις ανάλογες μεταπτώσεις όποτε χρειάζεται. Ο Αντώνης Αλεξίου με μεγάλη ευκολία και φυσικότητα  ερμηνεύει τον καθωσπρέπει γαμπρό του Σάββα, τον πλέον ανύποπτο για όλα όσα έχουν συμβεί. Τέλος, η Λουκία Παπαδάκη υπηρετεί με προσήλωση τον ρόλο της αδερφής του Σάββα, η οποία ενώ φαίνεται αρχικά ουδέτερη και αμέτοχη αναδεικνύεται σε μία δυνατή, καταλυτική παρουσία.

Το σκηνικό της Δέσποινας Βολίδη είναι ατμοσφαιρικό αν και λιτό, ένα κλασσικό μακρόστενο τραπέζι στολισμένο όμως με ένα έντονο  κόκκινο τραπεζομάντηλο κόκκινα λουλούδια και όμορφα σερβίτσια, ένα εντυπωσιακό φωτιστικό  κι ακόμη τέσσερις καρέκλες και ένας αόρατος καθρέφτης. Το φόντο πίσω από τους ήρωες παραμένει μαύρο. Τα κοστούμια της ίδιας δημιουργού είναι απλά, σκουρόχρωμα, ενώ τη διαφορά κάνει το κοστούμι εποχής του Ταρζάν, λουλουδάτο πουκάμισο, καμπάνα παντελόνι και πολλά δαχτυλίδια στα χέρια.

Τέλος,  η όμορφη μουσική του Διονύση Τσακνή καθώς και οι προσεγμένοι φωτισμοί του Σπύρου Κάρδαρη καταφέρνουν να καλλιεργήσουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου που πλανάται σε όλη τη διάρκεια του έργου και να αναδείξουν τις αποχρώσεις του.

«Ο Φονιάς» είναι ένα δυνατό κοινωνικό σχόλιο για την άδικη κοινωνία και τα ευάλωτα παιδιά της που εύκολα γίνονται αποπαίδια και περνούν στο περιθώριο μα και ένα καυστικό σχόλιο για την αδύναμη ανθρώπινη φύση και το πού αυτή μπορεί να φτάσει. Κι ακόμη είναι μια όμορφη, καλοστημένη παράσταση, που υπηρετούν με συνέπεια και αφοσίωση όλοι οι συντελεστές από το συγγραφέα και τον σκηνοθέτη μέχρι τους ηθοποιούς και τον φωτιστή της και κερδίζουν τις εντυπώσεις.


Συντελεστές:

Σκηνοθέτης: Γιάννης Διαμαντόπουλος
Σκηνογραφία: Δέσποινα Βολίδη
Κοστούμια: Δέσποινα Βολίδη
Φωτισμοί: Σπύρος Κάρδαρης
Μουσική σύνθεση: Διονύσης Τσακνής
Ερμηνεύουν: Τζώνη Θεοδωρίδης, Γιώργος Χριστοδούλου, Αντώνης Αλεξίου, Λουκία Παπαδάκη.