ΚΡΙΤΙΚΗ της Βικτωρίας Ιωσηφίδου
Μετά τον Πουπουλένιο και το
Θεό της Σφαγής, ο γνωστός ανήσυχος Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιστρέφει στη
Θεσσαλονίκη με το νέο έργο που σκηνοθετεί, τον «Φάρο», του σύγχρονου Ιρλανδού
συγγραφέα Κόνορ Μακφέρσον.
Μια παρέα τεσσάρων Ιρλανδών
απόκληρων της ζωής και στο φάσμα του
αλκοολισμού ανταμώνουν σε ένα υπόγειο διαμέρισμα
μια παραμονή Χριστουγέννων. Είναι το
σπίτι του τυφλού Ρίτσαρντ, όπου
επιστρέφει ο Σάρκυ, ο αδερφός του για να τον φροντίζει , μιας και ο
Ρίτσαρντ έχει πρόσφατα χάσει την όρασή του. Μαζί τους και άλλοι δυo παλιόφιλοι,
ο Ιβάν και ο Νίκυ, όλοι τους αποτυχημένοι τόσο στα προσωπικα όσο και στα
επαγγελματικά τους. Καταναλώνοντας ασταμάτητα λίτρα ουίσκυ και μπύρας
επιχειρούν να αντέξουν την καθημερινότητά και τη ζωή τους, καθώς δεν υπάρχει τίποτε το
αξιοσημείωτο που να την γεμίζει. Καταλύτης στη συνάντηση αυτή ένας μυστηριώδης,
αινιγματικός άντρας, ο κύριος Λόκχαρτ, ο οποίος καταφθάνει επίτηδες ακριβώς εκείνο το γιορτινό βράδυ πριν από τη γέννηση του Χριστού,
την κατάλληλη στιγμή για να ξυπνήσει
μνήμες από το παρελθόν και να στήσει στον τοίχο κάποιους από τους συνδαιτυμόνες.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
επιλέγει να σκηνοθετήσει το έργο αυτό και μαζί με την Αθανασία Σμαραγδή αναλαμβάνει
και τη μετάφραση, μέσα από την οποία
αναδύονται ξεκάθαρα οι χαρακτήρες του έργου, ενώ αποδίδονται με επιτυχία και όλες οι ιρλανδέζικες ατάκες, ώστε να ξεπηδά αβίαστα
και επιτυχημένα ο έντονος σαρκασμός και άφθονο το καυτό μαύρο χιούμορ. Το χιούμορ
αυτό είναι ο καταλύτης που εκτινάσσει το έργο σε απολαυστικά επίπεδα γραφής
επιτρέποντάς μας ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε τις αντικειμενικά βαριές καταστάσεις σε ένα πολύ πιο χαλαρό
πλαίσιο, χωρίς όμως να απουσιάζει ο προβληματισμός.
Η παράσταση λαμβάνει χώρα σε
ένα στενό, περιορισμένο κυρίως σε
βάθος σκηνικό, που παριστάνει ένα ξύλινο
δωμάτιο με οροφή και έναν μόνο φεγγίτη. Ο χώρος αυτός γεμίζει από διάφορα έπιπλα, αντικείμενα και
άλλα κλαπατσίμπαλα ατάκτως ειρημένα, όπως άτακτη είναι και η ζωή που διαβιούν
οι τέσσερεις πρωταγωνιστές. Η στενότητα αυτή του σκηνικού χώρου, στον οποίο κινούνται επιπλέον πολλές στιγμές ταυτόχρονα και
οι πέντε πρωταγωνιστές, συνεισφέρει όχι
μόνο στο να διατηρούντα αλλά και να
πολλαπλασιάζονται όλες οι εντάσεις και τα σπινθηρίσματα, όλη η θέρμη που
πηγάζει από τις καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες∙ όλο αυτό το συναίσθημα μεγεθύνεται,
κατακυριεύει το χώρο και διαχέεται αναπόφευκτα και αβίαστα προς το
κοινό, προς τους θεατές, χαρίζοντας μια μοναδική εμπειρία. Οι δύο είσοδοι του
σκηνικού συμβολίζουν πιθανόν τη διττή όψη των πραγμάτων, το σωστό και το λάθος, το καλό
και το κακό που σε μια τέτοια νύχτα απολογισμών έρχονται αναπόφευκτα στο
προσκήνιο, ενώ τα ατέλειωτα σκουπίδια, υπολείμματα του τζανκ φουντ που τόσο
στην αρχή όσο και στο τέλος περισυλλέγει ο Σάρκυ παραπέμπουν ίσως στα βάρη, τα λάθη και τις αμαρτίες που κουβαλούν οι ήρωες, κατάλοιπα της
πολυτάραχης και σίγουρα όχι συμβατικής ζωή τους.
Ο σκηνοθέτης που
φαίνεται να τον προκαλούν τόσο το μαύρο χιούμορ όσο και οι ακραίες καταστάσεις,
με βοηθό το ολοζώντανο και άκρως παρασταστικό κείμενο του συγγραφέα διεισδύει απόλυτα στο κλίμα του έργου και την ψυχολογία των
ηρώων και με τις σκηνοθετικές οδηγίες του προς τους ηθοποιούς καταφέρνει να αποδώσει
τέλεια τόσο την παρακμή, όσο και την ένταση καθώς και τα συναισθήματά τους. Έντονη
κίνηση, κορμιά βασανισμένα αλλά και πρόσωπα και μέλη που συσπώνται από τις
αντίξοες συνθήκες στην καθημερινή απόπειρα να επιβιώσουν και να βρουν ένα νόημα
στη ζωή τους.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιλέγει να ερμηνεύσει
το ρόλο του τυφλού αδερφού στο τρελό αυτό πάρτυ και φαίνεται να «απολαμβάνει»
πραγματικά την κάθε στιγμή που βρίσκεται
πάνω στη σκηνή με τα γουρλωμένα, απλανή μάτια του και προσήλωση στον επιπλέον ιδιόρρυθμο
και λόγω της αναπηρίας χαρακτήρα που υποδύεται. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιώπουλος ως
Σάρκυ, επιδιώκει να κινηθεί σε διαφορετικά ερμηνευτικά μονοπάτια από ότι οι
υπόλοιποι παλιόφιλοι, ίσως ως μια ταλανιζόμενη φιγούρα στην προσπάθεια να
ξεφύγει από τις κακές συνήθειες και το ποτό. Ο φίλος Ιβάν, Νίκος Ψαρράς, στέκεται ανάμεσα στους δυο αδερφούς αποδίδοντας
με ελεγχόμενη δραματικότητα το ρόλο του ανήμπορου, ανεπαρκή στα μάτια της
γυναίκας του άντρα, που καταφεύγει ανάμεσα σε φίλους για να βρει παρηγοριά. Ο Προμηθέας Αλιφερόπουλος αποδίδει έναν Νίκυ
σαφώς πιο χαλαρό, κάτι που συνάδει θα λέγαμε με τον τύπο που υποδύεται, κάπως
φαντασμένο που δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς την πραγματικότητα και τα χάλια του.
Τέλος, ο Αιμίλος Χειλάκης ακροβατεί με επιτυχία μεταξύ του οικείου-προσιτού άγνωστου
νέου φίλου και του αμείλικτου κριτή, ρόλο που καλείται να αναλάβει στη
συνέχεια.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει τον τίτλο «Φάρος» σε μια αντιπαραβολή και με το φως του καντηλιού
που φαίνεται να αχνοπαίζει και να
αναβοσβήνει στο δωμάτιο στον τοίχο δίπλα στην Παναγιά και συμβολίζει ίσως το φως που
θα δείξει εν τέλει στους ήρωες το σωστό δρόμο ή το αχνοφέγγισμα της
ελπίδας για μια καλύτερη ζωή, το καλό που επικρατώντας θα καταφέρει τελικά να τους σώσει.
Ο «Φάρος» ήτανε μια παράσταση
με άρωμα Χριστουγέννων , καθώς η υπόθεσή της διαδραματίζεται το αντίστοιχο
βράδυ. Ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη αμέσως
μετά το Πάσχα, διατηρώντας κατά περίεργη και ευχάριστη σύμπτωση τις εορταστικές αναλογίες αλλά και την επικαιρότητά της καθώς φέρει προεκτάσεις που εναρμονίζονται απόλυτα
και με τη γιορτή αυτή της χριστιανοσύνης, που ευαγγελίζεται τη σωτηρία της ψυχής. Μας επισκέφθηκε για να μας ταρακουνήσει αλλά και να χαρίσει
αισιόδοξα μηνύματα και ως μια δουλειά που χτίστηκε με ζήλο και μεράκι και
το εξέπεμπε αυτό εκατό τοις εκατό, ήταν σίγουρα φωτεινός.
Οι συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – Αθανασία Σμαραγδή
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μανώλης Δούνιας – Έλενα Σκουλά
Θεατρικές Επιχειρήσεις : Κάρολος Παυλάκης
Διανομή (με σειρά εμφάνισης)
Σάρκυ: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Ρίτσαρντ: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Ιβάν: Νίκος Ψαρράς
Νίκυ: Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Κύριος Λόκχαρτ: Αιμίλιος Χειλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου