Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Καθηλωτικοί «Οι Στυλοβάτες της Κοινωνίας».


Κριτική της Βικτωρίας Ιωσηφίδου

«Οι Στυλοβάτες της Κοινωνίας» γράφτηκαν το 1877 και είναι το έργο του Χένρικ Ίψεν  όπου ο συγγραφέας στρέφεται για πρώτη φορά στο ρεαλισμό και στην πρόζα, καθώς  τα προηγούμενα έργα του ήταν κυρίως ποιητικά. Ακόμη, με τους «Στυλοβάτες» ο Χένρικ Ίψεν αποφασίζει και πάλι για  πρώτη φορά να ασχοληθεί με τα κοινωνικά ζητήματα, στηλιτεύοντας τα στραβά  και ασκώντας οξεία κριτική. Το έργο εμφανίζει αρκετές αδυναμίες  στο στήσιμό του, κάτι που δεν συμβαίνει στα επόμενα έργα του, λόγω του ότι αποτελεί μια πρώτη απόπειρα του συγγραφέα να αποδώσει ένα νέο , άγνωστο σε αυτόν είδος. Μάλλον αυτός είναι και ο λόγος που δεν ανεβαίνει καθόλου συχνά ούτε στην Ελλάδα ούτε  και παγκοσμίως. Στην Ελλάδα ανέβηκε αυτούσιο μόνο μια φορά,  το μακρινό 1902 , καθώς και σε μια συντετμημένη εκδοχή του το 2016.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος, λάτρης του Ίψεν,  ασχολείται με το μεγάλο δραματουργό εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, έχοντας εκπονήσει μάλιστα το διδακτορικό του πάνω στο θέμα αυτό. Η μεγάλη αγάπη και πολύχρονη ενασχόληση του ψιθύρισε πως ήταν καιρός να ασχοληθεί με το ανέβασμα κάποιας παράστασης του Ίψεν. Και φαίνεται πως αυτό που τον άγγιζε και τον προκαλούσε περισσότερο ήταν να ξεθάψει αυτό το ξεχασμένο έργο, να εκμεταλλευτεί τα δυνατά σημεία της πλοκής του και να  απαλείψει τις αδυναμίες του, παραδίδοντάς το ανανεωμένο και δυνατό στους θεατές του σήμερα. Έτσι προχώρησε σε μια ελεύθερη διασκευή του για το ανέβασμα με το Κ.Θ.Β.Ε.


Σε μιαν άγνωστη παραθαλάσσια πόλη φαίνεται πως όλα κυλούν ήσυχα και ιδανικά. Ο Κάρστεν Μπέρνικ, μεγαλοεπιχειρηματίας, ζει εκεί με τη σύζυγο Μπέτυ και το γιο τους και φαίνεται πως αποτελεί έναν από τους ευεργέτες του τόπου, που χαίρει της εκτίμησης όλης της τοπικής κοινωνίας, όπου ο λόγος  και η γνώμη του  έχουν μεγάλη βαρύτητα. Και τώρα, ένα νέο έργο έρχεται να προστεθεί σε αυτά που πρόκειται να αναδείξουν την περιοχή, η κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου πολύ κοντά στην πόλη. Το έργο φαίνεται να προωθεί ιδιαίτερα ο Κάρστεν Μπέρνικ και η παρέα του και όλα βαίνουν καλώς. Όμως, ξαφνικά και αναπάντεχα επιστρέφουν από την Αμερική ο αδερφός και η αδερφή  της συζύγου του, που φαίνεται πως είναι οι μόνοι που γνωρίζουν κάποια σκοτεινά και αξιόμεμπτα στοιχεία για το παρελθόν του. Είναι άραγε όλα όσο ιδανικά φαίνονται σε αυτήν τη φιλήσυχη πόλη ή μήπως η τάξη και η ασφάλειά της πατούν σε σαθρά θεμέλια, ικανά να καταρρεύσουν με μερικές μικρές αποκαλύψεις;

Ο Χένρικ Ίψεν στήνει ένα έργο με αριστουργηματική πλοκή, όπου οι αποκαλύψεις έρχονται σιγά σιγά κρατώντας συνεχώς το θεατή σε εγρήγορση και αγωνία. Καθώς ο καιρός κυλά είναι ορατή η πλήρης κατάρρευση του ιδανικού σκηνικού και μια εντελώς σάπια εικόνα της άρχουσας τάξης αποκαλύπτεται. Ο Γιάννης Μόσχος συγγράφει μια δυνατή διασκευή, που φαίνεται πως πατάει γερά στα πόδια της, καλύπτοντας στο μεγαλύτερο βαθμό τις αδυναμίες του πρωτότυπου κειμένου. Πράγματι, οι χαρακτήρες  αποκαλύπτονται ο ένας μετά τον άλλο σιγά σιγά, το ενδιαφέρον μας διατηρείται σταθερό και αμείωτο και σύντομα η αγωνία κορυφώνεται για την τελική έκβαση της υπόθεσης. Εξαιρετικά δοσμένο είναι και το τέλος του έργου που επέλεξε και απέδωσε ο Γιάννης Μόσχος, διαφοροποιώντας την αρχική επιλογή του Ίψεν. Μόνη παρατήρηση, η σκηνή της πρώτης πράξης, όπου τα πρόσωπα θα μπορούσαν ίσως να είναι λιγότερα και οι πληροφορίες να δοθούν κάπως πιο συνεπτυγμένες για να είναι πιο ευχάριστα εύληπτες από το θεατή.


Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι σε γενικές γραμμές  τυπικές, ανεβαίνουν στη σκηνή αρκετά ψυχροί, σαν κούκλες, και το ίδιο κατεβαίνουν, θέλοντας μάλλον να απεικονίσουν με αυτό τον τρόπο την ανούσια, ψυχρή και καλοκουρδισμένη κοινωνία που εκπροσωπούν, όπου η τάξη και η ηθική είναι δεδομένες, όπου τίποτε δεν μπορεί να ταράξει τα νερά. Όμως είναι τέτοιες οι μεταπτώσεις στην υπόθεση, που  ο θεατής  θα ήθελε κάποια στιγμή να δει περισσότερο νεύρο, περισσότερη ένταση και κίνηση και σίγουρα περισσότερο συναίσθημα, έστω και αρνητικό.

Ο Γιώργος Καύκας ως Κάρστεν Μπέρνικ, φωτεινός πρωταγωνιστής, ξεχωρίζει από όλους τους ηθοποιούς, δίνοντας μιαν εξαιρετική ερμηνεία, καθώς όλες οι εξελίξεις  διαγράφονται ανεξίτηλα στο πρόσωπό του. Ακολουθεί ερμηνευτικά με αφοσίωση την πορεία και τις μεταπτώσεις στη ζωή του ήρωα του και είναι απόλυτα  πειστικός τόσο στην αρχική εικόνα του άτρωτου επιχειρηματία, όσο  και στην όχι και πολύ μακρινή τελική της κατάρρευσης, πετυχαίνοντας το τέλειο κι αναδεικνύοντας ιδανικά όλο το  ταλέντο του.

Η Έφη Σταμούλη, ως Μπέτυ, για άλλη μια φορά μεγάλη κυρία, σε ένα ρόλο πρωταγωνιστικό μεν, που δεν είχε όμως πολλά περιθώρια ανάπτυξης. Μαζί τους ξεχώρισαν η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, που απέδωσε με απλότητα και φυσικότητα το ρόλο της Λόνα, ο Δημήτρης Ναζίρης ως πληθωρικός Βίγκελαντ, ο παραστατικός Ορέστης Παλιαδέλης ως Ρέλουντ, ο Δημήτρης Κολοβός συγκινητικός ως Άουνε, ο Σαμψών Φύτρος στιβαρός ως Χίλμαρ Τόνεσεν, η Δανάη Επιθυμιάδη εύθραυστη Ντίνα,  η Μαρία Μπενάκη  ως εκφραστική κυρία Χολτ  και η Ντίνα Μιχαηλίδου ως συμπαθητική Μάρτα.


Το σκηνικό είναι βέβαια συμβολικό, καθώς απεικονίζει μια σειρά από στύλους που είναι διάσπαρτοι σε όλο το χώρο της σκηνής, στηρίζοντας την οροφή, όπως οι μεγαλοπαράγοντες της πόλης στηρίζουν την τοπική κοινωνία. Όμως, φαντάζει αρκετά βαρετό στην όψη και μη λειτουργικό, καθώς οι ηθοποιοί καλούνται να μετακινούνται πέφτοντας συνεχώς επάνω σε στύλους. Η σκάλα που το συνοδεύει υποχρεώνει όλους όσους εισέρχονται στη σκηνή να ανεβαίνουν και στη συνέχεια κατά την έξοδό τους να κατεβαίνουν αντίστοιχα τα σκαλοπάτια,  μάλλον χωρίς κανένα νόημα.

Σε καίρια σημεία της υπόθεσης και στις αλλαγές των σκηνών ακούγονται δυσάρεστοι ήχοι, σα γρατζουνιές, σαν αλυσίδες που τρίζουν προϊδεάζοντας  μας ότι κάτι δυσάρεστο  πρόκειται να συμβεί, ενώ η μουσική απουσιάζει παντελώς από τις επιλογές του σκηνοθέτη. Φαίνεται πως ο Γιάννης Μόσχος θέλησε μιαν απόλυτα συμβολική απόδοση του έργου, όπου τα πάντα, σκηνικά, ηθοποιοί , ήχοι , χρώματα να μην ξεφεύγουν από το ψυχρό, το παγερό, το τυπικό, το στημένο, θυμίζοντας πάντα την κοινωνία που επιθυμούν να απεικονίσουν.

«Οι στυλοβάτες της κοινωνίας» είναι μια δυνατή παράσταση, με μεγάλα ατού την αριστοτεχνική πλοκή που εμπνεύστηκε ο σπουδαίος Χένρικ Ίψεν και την εύστοχη διασκευή που επιμελήθηκε επιτυχημένα ο Γιάννης Μόσχος, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών. Με αρκετά κουλ ερμηνείες των ηθοποιών, εντούτοις ταράζει τα νερά, καθηλώνει τους θεατές και αβίαστα μας οδηγεί σε παραλληλισμούς με το παρόν και σε σκέψεις για το κατά πόσον η σημερινή κοινωνία  είναι το ίδιο σαθρή και επικίνδυνα δομημένη, όπως αυτή των Στυλοβατών!

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος, Σκηνικά-Κοστούμια: Τίνα Τζόκα, Μουσική-Ηχητικός σχεδιασμός: Θοδωρής Οικονόμου, Κίνηση: Στέλλα Μιχαηλίδου, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Video design: Μιχάλης Κλουκίνας, Α’ Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα-Μαρία Ιακώβου, Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Άγγελος Κάλφας, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ελένη Κανακίδου, Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου, Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
*Γ΄ βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αθηνά Κερανά

Παίζουν: Γιάννης Γκρέζιος (Όλαφ / Ένας φωτογράφος), Δανάη Επιθυμιάδη (Ντίνα), Θόδωρος Ιγνατιάδης (Ρούμελ), Δημήτρης Καρτόκης (Κραπ), Γιώργος Καύκας (Κάρστεν Μπέρνικ), Δημήτρης Κολοβός (Άουνε), Ντίνα Μιχαηλίδου (Μάρτα Μπέρνικ), Μαρία Μπενάκη (Κυρία Χολτ), Δημήτρης Ναζίρης (Βίγκελαντ), Ιωάννα Παγιατάκη (Κυρία Ρούμελ), Ορέστης Παλιαδέλης (Ρέρλουντ), Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (Λόνα Χέσελ), Έφη Σταμούλη (Μπέτυ Μπέρνικ), Χρίστος Στυλιανού (Γιόχαν Τόνεσεν), Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου (Κυρία Λύνγκε), Σαμψών Φύτρος (Χίλμαρ Τόνεσεν)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη στις 18:30
Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 20:30
Κυριακή στις 19:00
Διάρκεια: 110΄ (Με διάλειμμα)
 
Από το Σάββατο  15-2-2020 στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου