Κριτική της
Βικτωρίας Ιωσηφίδου
Το αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς, Λεωφορείο ο Πόθος, έκανε πριν λίγες ημέρες πρεμιέρα στο Θέατρο Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Η Μπλανς Ντιμπουά, μια πρώην αριστοκράτισσα που έχει
χάσει όλη την περιουσία της, εγκαταλείπει τον αμερικανικό Νότο και πάει να
ζήσει με την αδερφή της Στέλλα και τον σύζυγό της Στάνλεϋ Κοβάλσκι στη Νέα Ορλεάνη. Η Μπλανς θεωρεί ότι
έχει υποφέρει πολύ στη ζωή της· έχασε τον νεανικό της έρωτα και έκτοτε δεν
κατάφερε ποτέ να ξαναβρεί την αγάπη. Στο νέο της περιβάλλον η αντίθεση είναι
τεράστια: από τη μια η εξευγενισμένη και εύθραυστη ψυχικά Μπλανς, κι από την
άλλη ο Κοβάλσκι — ένας άξεστος, παρορμητικός άνδρας που πίνει, παίζει χαρτιά και
κάποιες φορές ασκεί βία στη γυναίκα του. Πλάι τους η απροστάτευτη και
εξαρτώμενη από τον άντρα της Στέλλα.
Ο Δημήτρης Καραντζάς παίρνει αυτό το εμβληματικό δράμα
και το ανεβάζει με τις δικές του, καθαρές σκηνοθετικές πινελιές. Όπως και σε
άλλες δουλειές του, με απόλυτη πιστότητα και παραστατικότητα, καταφέρνει να περάσει
όλα τα μηνύματα του έργου και να μεταδώσει συγκεκριμένες εικόνες της Αμερικής
γύρω στα 1940: τον τρόπο ζωής, την ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες, ένα κομμάτι
της κοινωνίας. Μεγάλος σύμμαχος σε αυτό είναι το σκηνικό που επιλέγει.
Η σκηνή είναι χωρισμένη σε τέσσερις μικρούς χώρους, κουζίνα και καθιστικό, τουαλέτα, προθάλαμο,
καθώς και ένα μικρό κομμάτι που υποδηλώνει τον πάνω όροφο. Καθώς η δράση
εξελίσσεται σε κάποιον από αυτούς τους χώρους, στους υπόλοιπους βλέπουμε τους
ήρωες να κινούνται σιωπηλά, συνεχίζοντας τις καθημερινές τους συνήθειες. Έτσι,
το κλίμα και ο ρυθμός ζωής αναδύονται υπέροχα. Το έξοχο σκηνικό σχεδίασε η
Μαρία Πανουργιά.
Το σκηνικό, τοποθετημένο
πολύ μπροστά στη σκηνή, φέρνει τους
θεατές σε άμεση επαφή με τα δρώμενα και εντείνει την αίσθηση της εγγύτητας. Ο
Καραντζάς καταφέρνει να δημιουργήσει αμέτρητες ζωντανές εικόνες και να
μεταδώσει συγκλονιστικά στιγμές καθοριστικές από τις ζωές των ηρώων, όπως
στιγμές που αναδεικνύουν το τραυματικό παρελθόν της Μπλανς, την άσωτη
ζωή του Στάνλεϋ, τις αρρωστημένες σχέσεις ανάμεσα στα ζευγάρια, τη θέση της
γυναίκας — είτε πρόκειται για τη Μπλανς είτε για τη Στέλλα — μέσα σε μια σκληρή,
ανδροκρατούμενη κοινωνία και άλλα πολλά. Η σκηνοθετική αυτή προσέγγιση και
παρέμβαση φωτίζει βαθύτατα ακόμη και τα πιο απόκρυφα σημεία του έργου.
Οι χαμηλοί φωτισμοί ενισχύουν το κλίμα αυτό, που είναι
ιδιαίτερα σκοτεινό. πυκνό και φορτισμένο.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, η Αλεξία Καλτσίκη δίνει μια
συγκλονιστική, σπαρακτική ερμηνεία, αποτυπώνοντας όλες τις εντάσεις και τις
διακυμάνσεις της ψυχικής κατάστασης της ηρωίδας. Αν και το καστ είναι συνολικά
πολύ δυνατό, εκείνη «κρατάει» στα χέρια της τον δραματικό πυρήνα του έργου. Ο Αινείας
Τσαμάτης, στον ρόλο του Κοβάλσκι, ενός άσχημου, άγαρμπου και χοντροκομμένου Κοβάλσκι αποδίδει με ωμότητα και αλήθεια τον
άξεστο χαρακτήρα του ήρωα, με έντονη σωματικότητα και εκρηκτικότητα. Τέλος, σημαντική
παρουσία και η Στέλλα την οποία ερμηνεύει η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, που παίζει
ενεργό ρόλο στην απόδοση του έργου και ολοκληρώνει την τριάδα με ευαισθησία και
συναίσθημα. Πολύ καλός και ο Γιώργος Ζυγούρης στο ρόλο του Μιτς και οι άλλοι
δύο ηθοποιοί Γιάννης Κόραβος και Ιωάννα Ραμπαούνη απόλυτα μέσα στο κλίμα του
έργου.
Πάντοτε είχα αδυναμία στο έργο αυτό και ιδιαίτερα στην
βασική ηρωίδα, την Μπλανς και στην τελευταία ατάκα του έργου. «Πάντοτε
βασίστηκα στην καλοσύνη των ξένων». Μια άκρως συγκινητική ατάκα αφιερωμένη
στους ανθρώπους που φαίνεται να στερήθηκαν την αληθινή και ουσιαστική αγάπη και
αρκέστηκαν σε ψήγματα μόνο που τους χάρισαν κάποιοι περισσότερο άγνωστοι και
μακρινοί. Αν και η συγκεκριμένη ατάκα σε αυτή την παράσταση ακούστηκε μόνο από
τα βάθος γιατί η ηρωίδα είχε πλέον αποσυρθεί από τη σκηνή και έτσι
αποδυναμώθηκε κάπως, εγώ την ανάμενα και πάλι όλο προσμονή. «Πάντα βασιζόμουν
στην καλοσύνη των αγνώστων», αποδόθηκε αυτή τη φορά η μετάφραση και πόσους
πολλούς σίγουρα εκφράζει.
Εν τέλει ο Δημήτρης Καραντζάς καταθέτοντας την έντονη
σκηνοθετική του άποψη με στόχο πάντα να αποκαλύψει τα βαθύτερα νοήματα και μηνύματα
και έργου πετυχαίνει
ίσως το πιο ρεαλιστικό, ζωντανό, επιδραστικό, γεμάτο, το πιο ουσιαστικό και με
νόημα από όλα τα ανεβάσματα του έργου που
έχω δει στο παρελθόν, Αξίζει να το δείτε!