Κυριακή 23 Απριλίου 2017

"Καλιγούλας" Απολέσαμε τα μηνύματα





 ΚΡΙΤΙΚΗ της Βικτωρίας Ιωσηφίδου

Εισαγωγικά σχόλια

Ο Αλμπέρ Καμύ γράφει τον Καλιγούλα το 1938 και ενώ ο Ναζισμός ανέρχεται ανά τον κόσμο, και κατά κάποιο τρόπο φωτογραφίζει το μέλλον και προλέγει τα τραγικότερα που θα ακολουθήσουν.

Τα βιογραφικά στοιχεία για τον Καλιγούλα που  χρησιμοποιεί ο Καμύ είναι παρμένα από τους «Βίους των 12 Καισάρων» του Σουιτόνιου και μένει πιστός σε αυτά. Προσθέτει όμως το προσωπικό του στοιχείο, όσον αφορά στο αίτιο της μεταστροφής του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του Καλιγούλα·  δεν δέχεται λοιπόν την επιληψία ή ένα φίλτρο που κατά τον Σαουιτόνιο του  έδωσε η Καισονία και τρελάθηκε. Σαν αίτιο αντίθετα, αναφέρει ο Καμύ τον ξαφνικό θάνατο της αδερφής του Δρουσίλας, με την οποία ήταν ερωτευμένος. Το τραγικό αυτό γεγονός ξυπνά υπαρξιακά αδιέξοδα στον Καλιγούλα, τον κάνει να συναισθανθεί το παράλογο της ύπαρξης, ότι  «οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι». Προσπαθεί να κατακτήσει την ελευθερία και την λύτρωση ασκώντας ασύδοτη εξουσία. Αδειάζει τον κόσμο από τους ανθρώπους γύρω του  εφαρμόζοντας τα πιστεύω του μέχρι το τέλος, ώσπου οδηγείται και αυτός στο θάνατο, συναινεί σχεδόν και στη δική του δολοφονία για να μπορέσει  εν τέλει να αναπαυθεί.

Στόχος του Καμύ στο έργο αυτό δεν είναι να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα και τη ζωή του Καλιγούλα, που πολλοί θεωρούσαν ένα ανθρωπόμορφο τέρας. ‘Οπως και άλλοι δραματουργοί και ταυτόχρονα φιλόσοφοι της εποχής του σαν το Σαρτρ και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, οι οποίοι επιχειρούν με παρόμοιες πρακτικές  να προσεγγίσουν ηθικά και φιλοσοφικά διλήμματα από μια πιο ανθρώπινη σκοπιά,  επιχειρεί και αυτός να διερευνήσει  μέσω αυτού του προσώπου τις συνέπειες της εφαρμογής των αρχών του μηδενισμού -από τις οποίες ήταν επηρεασμένος το διάστημα εκείνο-, ως αντίδραση στο ζήτημα του παράλογου της ύπαρξης.

Στην πρακτική αυτή, του μηδενισμού, που εφαρμόζει ο  Καλιγούλας,  ο Καμύ απεικονίζει όπως αναφέρει χαρακτηριστικά  ο  θεατρολόγος John  Cruickshank, που επιμελήθηκε την έκδοση των έργων του Καμί στα αγγλικά,  « μια  λαθεμένη λύση  στο πρόβλημα του παράλογου, ενώ  σε μεταγενέστερα έργα του  συγγραφέα συναντούμε σε αδρές γραμμές και αυτό που ο ίδιος  θεωρεί σωστή λύση». Έτσι,  επ’ ουδενί  λόγο ο Καμύ δεν αντικρίζει τον Καλιγούλα ως θετικό  ήρωα· μπορεί  αυτός να αντιμετωπίζει υπαρξιακά αδιέξοδα, αλλά  ό,τι κάνει είναι σαφέστατα κατακριτέο. Και εφόσον δεν διακατέχεται κατά την εκδοχή του Καμύ από οποιουδήποτε είδους τρέλα ή έστω ασθένεια, αλλά έχει σώας τας φρένας, όχι μόνο δεν δικαιολογούνται οι πράξεις του, αλλά αντιθέτως του χρεώνονται ακόμη περισσότερο. Εξάλλου, ο Καμύ τάχθηκε πάντοτε ξεκάθαρα εναντίον του ολοκληρωτισμού. Τα παραπάνω αναφέρω ως σχόλιο στην υποτιθέμενη απολίτικη σκηνοθετική άποψη, που δηλώνει ότι επιδιώκει να αναδείξει την ανθρώπινη υπόσταση του Καλιγούλα, παρατηρώντας τον ως πάσχοντα.

Τα μηνύματα του έργου οφείλουν να είναι σαφή. Η ασυδοσία, η τρέλα της εξουσίας που μπορεί να σκορπίσει τα χειρότερα δεινά και οι παρατρεχάμενοι –επίσης φαύλοι- που την συντηρούν· και ακόμη η ματαιότητα της ύπαρξης, όσο ψηλά και να φτάσεις, όση εξουσία και αν αποκτήσεις,   πάντα αντίκρυ σου είναι ο θάνατος. .



Η παράσταση


Ήταν αναμφισβήτητα μια λαμπερή παράσταση, η παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά «Καλιγούλας». Με πολυμελή θίασο, εντυπωσιακά σκηνικά μέρη που ανεβοκατέβαιναν, εξαιρετική και πολλή μουσική ερμηνευμένη ζωντανά, επιβλητικούς φωτισμούς και βέβαια έναν καταξιωμένο πρωταγωνιστή. Μόνο που όλα τα παραπάνω,  φαίνεται ότι αφενός υπερκάλυψαν, αφετέρου δεν αρκούσαν για  να μεταφερθούν επαρκώς τα μηνύματα του  έργου.


Η απόλυτη σκηνική κυριαρχία του Καλιγούλα-πρωταγωνιστή, που παρατηρήσαμε, εκμηδένιζε σχεδόν τους υπόλοιπους ρόλους-ηθοποιούς. Ιδιαίτερα οι πιο λογικοί και φέροντες την αλήθεια συγκλητικοί,  Χερέας και Σκιπίων, οι οποίοι και αντιπροσώπευαν το « αντίπαλο δέος»  και όφειλαν να έχουν ισχυρότερη παρουσία,  μόνο ως δορυφόροι του βασιλιά Ήλιου φάνταζαν. Έτσι, στο τέλος, όταν οι συγκλητικοί δολοφόνησαν τελικά τον Αυτοκράτορα, έμοιαζε λες και αν και τον σκότωσαν, αυτός τους νίκησε.  Ο θεατής νιώθει άβολα, καθώς  η κάθαρση που ποθεί φαίνεται να συντελείται ατελώς.

 Η εικόνα του Καλιγούλα, ερμηνευμένη από τον Γιάννη Στάνκολγου, ήταν ωραιοποιημένη στην αρχή, ο ήρωας ήταν όντως πάσχων· στη συνέχεια έγινε  ιδιαίτερα πομπώδης και ναρκισσιστική, αναμενόμενο σε ένα βαθμό, μόνο που παρέμεινε πομπώδης μέχρι και το τέλος,  όταν  ο ήρωας αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα όδευε πλέον συνειδητά προς το θάνατο  και η ψυχολογία  του θα έπρεπε να έχει  μεταστραφεί εντελώς. Από την ερμηνεία φάνηκε να απουσιάζει η εσωτερικότητα, η προσήλωση στις φιλοσοφικές αρχές του συγγραφέα και μια λογική  κλιμάκωση που θα οδηγούσε ομαλά στο προδιαγεγραμμένο τέλος.

Η συνολική βέβαια παράσταση κερδίζει  εντυπώσεις και το κοινό χειροκροτεί. Πιθανόν όμως χειροκροτεί κυρίως  την εικόνα και όχι τα νοήματα. Δυστυχώς, είμαστε πλέον ένα κοινό εθισμένο στην εικόνα, και συνηθίσαμε από αυτήν να λαμβάνουμε τέρψη. Θαυμάζουμε τους «μαχητές» και τους «διάσημους»  με τις μεγάλες δρασκελιές και τα ωραία σώματα  παραβλέποντας το γεγονός ότι επί της ουσίας αλληλοσπαράζονται….


Είναι γεγονός, ότι η προσέγγιση φιλοσοφικών έργων  για το θέατρο δεν απαιτεί μόνο σκηνοθετικές και υποκριτικές ικανότητες, αλλά και  κοπιώδη μελέτη των νοημάτων και των αρχών που αυτά πρεσβεύουν και  δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Τέλος,  αν και σε αυτές τις δύσκολες εποχές που ζούμε, που τα εθνικιστικά κινήματα ανά τον κόσμο πληθαίνουν, που η Μαρί Λεπέν κοντεύει πια να κυβερνήσει τη χώρα που γέννησε τη Γαλλική επανάσταση, ακόμη κι ένα  έργο σαν τον Καλιγούλα εξωραΐζει μονάρχες και δεν θέλει ή δεν μπορεί  να μεταδώσει σαφή μηνύματα κατά της μοναρχίας, τότε πού βαδίζουμε αλήθεια;



Σημείωση: Κάποιες πληροφορίες από τα εισαγωγικά σχόλια έχουν παρθεί από την εισαγωγή του θεατρολόγου  John  Cruickshank στο  βιβλίο «Καλιγούλας» του Αλμπέρ Καμύ σε μετάφραση Βασίλη Τομανά, εκδόσεις Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου